Cart 0

Περιοδικό Ιατρική - 2010

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 1 Ιανουάριος 2010

Π. Αθανασίου,(1) Ι. Κώστογλου-Αθανασίου (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Η μελατονίνη είναι μια μεθοξυϊνδόλη που συντίθεται στο κωνάριο. Η ορμόνη φαίνεται ότι έχει πολλαπλές δράσεις στον οργανισμό. Δρα σε όλα τα κύτταρα μέσω πολλών υποδοχέων, επιφανειακών και πυρηνικών. Σχετίζεται με την αναπαραγωγή στα ζώα αλλά και στον άνθρωπο. Φαίνεται ότι έχει ισχυρή αντιοξειδωτική και αντικαρκινική δράση. Συμβάλλει στην πρόληψη της εμφάνισης καρκίνου, αλλά μπορεί να συμμετέχει και στη φαρμακευτική αντιμετώπιση των νεοπλασματικών νοσημάτων είτε συμπληρωματικά είτε συμβάλλοντας στην πρόληψη της εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών από τους φαρμακευτικούς παράγοντες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Η μελατονίνη φαίνεται ότι έχει δράση στο ανοσοποιητικό σύστημα. Μπορεί να έχει ανοσοενισχυτική δράση. Η σχέση της με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα δεν είναι διεξοδικά μελετημένη και παραμένει αμφιλεγόμενη. Έχουν παρατηρηθεί υψηλότερα νυκτερινά επίπεδα μελατονίνης σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Έχει ακόμη διατυπωθεί η υπόθεση ότι η κιρκάδια διακύμανση των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, κύρια έκφανση της οποίας είναι η πρωινή δυσκαμψία που οφείλεται στην αυξημένη έκκριση κυτταροκινών κατά τη νύκτα και νωρίς το πρωί, μπορεί να σχετίζεται με τη νυκτερινή έκκριση της μελατονίνης. Έχει ακόμη παρατηρηθεί ότι σε χώρες στη βόρεια Ευρώπη, όπου η συνολική έκκριση της μελατονίνης είναι μεγαλύτερη λόγω μεγαλύτερης διάρκειας της νύκτας, τα επίπεδα του παράγοντα νέκρωσης των όγκων-α είναι υψηλότερα και αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη βαρύτητα της νόσου. Η μελατονίνη χορηγήθηκε σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα σαν συμπληρωματική θεραπεία και διαπιστώθηκε ότι και στους ασθενείς αυτούς η μελατονίνη έχει αντιοξειδωτική δράση, χωρίς ωστόσο να παρατηρηθεί βελτίωση των συμπτωμάτων της νόσου. Φαίνεται ότι η συμβολή της μελατονίνης στην παθοφυσιολογία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και η επίδραση της μελατονίνης σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα χρήζουν περαιτέρω μελέτης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Ρευματολογική Κλινική, ΓΝ Θεσσαλονίκης «Άγιος Παύλος», Θεσσαλονίκη, (2) Ενδοκρινολογικό Τμήμα, ΓΝ Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο» ΕΕΣ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Μελατονίνη, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ανοσοποιητικό σύστημα, ανοσοενισχυτική δράση, ανοσοτροποποιητική δράση, αντιοξειδωτική δράση.
Αλληλογραφία: Π. Αθανασίου, Εθνικής Αντιστάσεως 161, 551 34 Θεσσαλονίκη e mail: pathanassiou@yahoo.gr

Δ. Κατρίνης, Ά. Πεφάνης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι λοιμώξεις από τους ιούς της γρίπης χαρακτηρίζονται, παγκοσμίως, από σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα. Στην παρούσα ανασκόπηση επιχειρείται η παράθεση των σύγχρονων οδηγιών για τη θεραπεία και τη χημειοπροφύλαξη, με αντι-ιικά φάρμακα, τόσο της εποχικής όσο και της νέας γρίπης A(H1N1), 2009. Για την εποχική γρίπη παρουσιάζονται, περιληπτικά, οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Λοιμωδών Νόσων (IDSA). Για τη νέα γρίπη A(H1N1), 2009 παρατίθενται οι οδηγίες του Αμερικανικού Κέντρου Έλεγχου Νόσων (CDC) και του ΚΕΕΛΠΝΟ. Αναφέρονται τα άτομα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη επιπλοκών, τα οποία πρέπει να λάβουν θεραπεία. Συζητείται ποιοι ασθενείς πρέπει να λάβουν θεραπεία και ποια φάρμακα πρέπει να χορηγηθούν, καθώς επίσης ποια άτομα πρέπει να λάβουν χημειοπροφύλαξη για γρίπη και πότε πρέπει να γίνει έναρξη αυτής. Επίσης, παρουσιάζονται η διάρκεια χορήγησης και το είδος των αντι-ιικών φαρμάκων, ανάλογα με το είδος του υπευθύνου για τη γρίπη ιού. Όσον αφορά στην αντιμετώπιση της γρίπης σε ιδρύματα, γίνεται αναφορά για το πότε πρέπει να τίθεται η υποψία επιδημίας σε ένα ίδρυμα, ποιοι τρόφιμοι πρέπει να θεραπεύονται ή να λαμβάνουν χημειοπροφύλαξη, με ποια φάρμακα και για πόσο χρονικό διάστημα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Παθολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Εποχική γρίπη, νέα γρίπη Α(Η1Ν1) 2009, θεραπεία, προφύλαξη, αντι-ιικά.
Αλληλογραφία: Ά. Πεφάνης, Λεωφ. Μεσογείων 152, 115 27 Αθήνα e-mail: pefan1@otenet.gr

Δ. Τσιόλιας, Δ.Δ. Κόκκινος, Π.Ν. Πιπερόπουλος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι ενδοφλέβιοι ενισχυτές ηχογένειας (υπερηχογραφικές σκιαγραφικές ουσίες) χρησιμοποιούνται σήμερα σε μια ποικιλία υπερηχογραφικών διαγνωστικών εξετάσεων. Η συχνότερη εφαρμογή τους στην ακτινολογία είναι η ανάδειξη και ο χαρακτηρισμός των εστιακών ηπατικών αλλοιώσεων. Στην ανασκόπηση αυτή παρουσιάζεται η φυσική και τεχνολογική θεωρία των υπερηχογραφικών σκιαγραφικών και αναλύεται η μεταβολή των αιμοδυναμικών χαρακτηριστικών ενισχύσεως του φυσιολογικού ηπατικού παρεγχύματος σε διάφορες παθολογικές οντότητες. Τέλος, αναφέρονται χαρακτηριστικά παραδείγματα των συχνότερων εστιακών ηπατικών αλλοιώσεων και τα υπερηχογραφικά ευρήματά τους μετά από τη χορήγηση ενισχυτών ηχογένειας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Ακτινοδιαγνωστικό Εργαστήριο, Νοσοκομείο «Ο Ευαγ­γελισμός», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Υπέρηχοι, ενισχυτές ηχογένειας, εστιακές ηπατικές αλλοιώσεις.
Αλληλογραφία: Δ. Τσιόλιας, Πανδοσίας 35, Αθήνα 111 42 e-mail: dtsiolias@yahoo.gr

A. Σαριγγέλλου, Δ. Ανδρεάδης, Μ. Μπελάζη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Τα κύτταρα Langerhans (LCs) αποτελούν μία ιδιαίτερη κυτταρική ομάδα του βλεννογόνου του στόματος, που προέρχονται από το μυελό των οστών και ανευρίσκονται στην ακανθωτή στιβάδα του πολύστιβου πλακώδους επιθηλίου του στόματος, στο δέρμα αλλά και σε άλλα επιθήλια. Μαζί με τα μελανινοκύτταρα και τα κύτταρα Merkel ανήκουν στα λεγόμενα διαυγή κύτταρα ή μη κερατινοκύτταρα. Τα LCs αποτελούν αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα, σχετίζονται με την επεξεργασία και παρουσίαση αντιγόνων στα κύτταρα του αμυντικού συστήματος και στην πυροδότηση της ανοσιακής απάντησης, ενώ επιπλέον πιθανή θεωρείται και η συμμετοχή τους στην αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου IV. Παράλληλα, έχει διαπιστωθεί τροποποίηση της μορφολογίας και οι μεταβολές του αριθμού των LCs, σε διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα, νεοπλασίες, αλλά και λοιμώξεις που μπορεί να προσβάλλουν το στοματικό βλεννογόνο. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με το σημαντικό ρόλο των LCs στη φυσιολογική άμυνα, καθώς και στον παθογενετικό μηχανισμό διαφόρων παθήσεων του στοματικού βλεννογόνου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Εργαστήριο Στοματολογίας, Τομέας Παθολογίας-Χειρουργικής Στόματος, Οδοντιατρική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσ­σα­λονίκη
Λέξεις Κλειδιά: Κύτταρα Langerhans, αντιγονοπαρουσίαση, στοματικό επιθήλιο, δενδριτικά κύτταρα.
Αλληλογραφία: Μ. Μπελάζη, Οδοντιατρική Σχολή, ΑΠΘ, 541 24 Θεσσαλονίκη e-mail: mbelazi@med.auth.gr

Κ. Αθανασάκης, Α.Γ. Σκρουμπέλος, Β. Τσιάντου, Κ. Μυλωνά, Γ. Κυρ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
ΣΚΟΠΟΣ Στην Ελλάδα, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ υποχρεούνται σε συμμετοχή 25% επί της τιμής των χορηγούμενων φαρμακευτικών σκευασμάτων, εκτός της ινσουλίνης, η οποία καλύπτεται πλήρως. Η παρούσα μελέτη διεξήχθη με σκοπό την αποτίμηση των οικονομικών ωφελειών των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από την πλήρη κάλυψη των per os χορηγούμενων αντιυπεργλυκαιμικών παραγόντων. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Για τη διεξαγωγή της μελέτης κατασκευάστηκε ένα μοντέλο, το οποίο με αφετηρία μια δυνητική μεταβολή στην τιμή των per os παραγόντων υπολόγισε, μέσω της ελαστικότητας ζήτησης, τη μεταβολή στο επίπεδο συμμόρφωσης των ασθενών και τα συνεπαγόμενα, ως αποτέλεσμα αυτής, κλινικά και οικονομικά οφέλη. Το μοντέλο παραμετροποιήθηκε με δεδομένα από την ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Σύμφωνα με το υπόδειγμα, η πλήρης κάλυψη του ποσοστού συμμετοχής των ασθενών στο κόστος θεραπείας θα οδηγούσε σε αύξηση της συμμόρφωσης στη φαρμακευτική αγωγή κατά 30,5 ποσοστιαίες μονάδες με επακόλουθο μια μέση μείωση της HbA1c ίση με 0,58 ποσοστιαίες μονάδες και αύξηση του ποσοστού των ρυθμισμένων ασθενών στο σύνολο των ασθενών με διαβήτη τύπου ΙΙ κατά 18,5%. Με βάση τα παραπάνω, η εν λόγω παρέμβαση αποδεικνύεται οικονομικά αποτελεσματική επιστρέφοντας στους ασφαλιστικούς οργανισμούς σε ορίζοντα τριετίας 324,3 € ανά ασθενή και δίνοντας παράλληλα μια απόδοση επένδυσης της τάξης του 123%. Κατά τη διεξαγωγή της ανάλυσης ευαισθησίας η παρέμβαση παρέμεινε επικερδής καθώς η απόδοση της επένδυσης κυμάνθηκε από 69% έως 167%. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η συχνά εφαρμοζόμενη πολιτική της μετακύλισης μέρους του κόστους θεραπείας στον ασθενή, ως μέσο περιστολής της φαρμακευτικής δαπάνης, αποδεικνύεται ότι πρέπει να εξετάζεται ειδικά για κάθε θεραπευτική κατηγορία και φαρμακολογική υποκατηγορία, δεδομένων των εν δυνάμει αντίστροφων οικονομικών και κλινικών αποτελεσμάτων, όπως αυτά που παρουσιάστηκαν για την περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου II στη χώρα μας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Τομέας Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημό­σιας Υγείας, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Συμμετοχή στο κόστος, συμμόρφωση, ρύθμιση ΗbA1c, σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ.
Αλληλογραφία: Α.Γ. Σκρουμπέλος, Λεωφ. Αλεξάνδρας 196, 115 21 Αθήνα e-mail: skroubelos@gmail.com

Π. Κωνσταντινίδης,(1) Α. Κωστούρου,(2) Θ. Δρόσος,(1) Β. Κυριαζή

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο ανθρώπινος ερπητοϊός 8 (HHV-8) σχετίζεται απόλυτα με όλες τις κλινικές παραλλαγές του σαρκώματος Kaposi καθώς και με δύο λεμφοϋπερπλαστικές οντότητες: το λέμφωμα των κοιλοτήτων (primary effusion lymphoma, PEL) και τη νόσο του Castleman. Παρόλο που παρατηρείται συχνότερα σε ασθενείς με AIDS, έχει περιγραφεί και σε HIV αρνητικά άτομα. Ασθενείς που πάσχουν από πολυεστιακή νόσο του Castleman, μια σπάνια λεμφοϋπερπλαστική διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας, έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης σαρκώματος Kaposi και λεμφώματος των Β-κυττάρων. Ο HHV-8 έχει βρεθεί σε 40% των HIV αρνητικών ασθενών με πολυεστιακή νόσο του Castleman. Η συνύπαρξη δύο οντοτήτων που σχετίζονται με τον ανθρώπινο ερπητοϊό-8 (HHV-8) σε HIV αρνητικό ασθενή είναι ένα γεγονός που αναφέρεται σπάνια στη βιβλιογραφία. Περιγράφεται περίπτωση πολυεστιακής νόσου του Castleman σε HIV αρνητικό άντρα 68 ετών με αρχική συμπτωματολογία σαρκώματος Kaposi, που αντιμετωπίστηκε με τη χορήγηση R-CHOP. Ο παθογενετικός ρόλος του HHV-8 και η εκρίζωσή του δημιουργούν ερωτηματικά για την ενδεικνυόμενη θεραπεία. Παρατίθεται σύντομη βιβλιογραφική ανασκόπηση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Παθολογική Κλινική, (2) Αιματολογικό Τμήμα, Νο­σο­κομείο «H Παμμακάριστος», Αθήνα, (3)Αιμοπα­θολο­γοανατομικό Τμήμα, ΓΝΑ «Ευαγγελισμός», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Πολυεστιακή νόσος του Castle­man, σάρκωμα Kaposi, ανθρώπινος ερπητοϊός 8, ριτουξιμάμπη.
Αλληλογραφία: Π. Κωνσταντινίδης, Απόλλωνος 21, Ν. Ηράκλειο, 141 21 Αθήνα e-mail: polidorosK@hotmail.com

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 1 Ιανουάριος 2010

P. Athanassiou,(1) I. Kostoglou-Athanassiou (2)

DESCRIPTION:
REVIEW Melatonin is a methoxyindole synthesized within the pineal gland. It is considered to be involved in the adaptation of the organism to the light-dark cycle of the environment and in the regulation of biological rhythms. The hormone influences the neuroendocrine axis and has been shown to affect anterior and posterior pituitary function. It readily alters cellular physiology by neutralizing free radicals. Because of its ability to bind receptors in the cell nucleus, melatonin has ready access to the genome where it influences gene regulation. Melatonin has been reported to signal the blood forming system in the bone marrow. A series of in vitro and in vivo studies have implied that melatonin may have an oncostatic action and may be involved in the protection of the organism from the development of cancer. In cancer cell cultures in vitro melatonin has been shown to have a growth inhibitory action while from in vivo studies in animals it has been shown that melatonin may assist in the prevention of carcinogenesis. In view of its known lack of toxicity and side effects there are efforts to use melatonin in cancer therapy, in combination with other therapeutic agents. It appears that melatonin acts on the immune system and may have an immunoenhancing action. The relationship of melatonin with the immune system has not been thoroughly investigated and appears to be contradictory. Higher nocturnal melatonin levels have been reported in rheumatoid arthritis patients. It has been suggested that morning stiffness, which is related to the increased cytokine secretion observed in early morning, may be related to the nocturnal melatonin secretion. It has been observed that in northern European countries, where the total melatonin secretion may be increased due to the increased duration of the night, tumor necrosis factor-α levels are higher and this may be related to the severity of the disease. Melatonin has been administered to rheumatoid arthritis patients and it was found that it exhibits an antioxidant action in these patients as well, no effect being observed in the clinical course of the disease. It appears that the contribution of melatonin to the pathophysiology of rheumatoid arthritis and its effect on rheumatoid arthritis patients need to be further investigated.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Department of Rheumatology, “St. Paul’s” General Hospital of Thessaloniki, Thessaloniki, (2) Department of Endocrinology, “Korgialenio-Mpenakio” General Hos­pital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Μelatonin, rheumatoid arthritis, immune system, immunoenhancing action, immunomodulatory action, antioxidant action.
Corresponding Author: P. Athanassiou, 161 Ethnikis Adi­staseos street, GR-551 34 Thessaloniki, Greece e mail: pathanassiou@yahoo.gr

D. Katrinis, A. Pefanis

DESCRIPTION:
Influenza virus infection causes significant morbidity and mortality worldwide each year. The present review encompass treatment and chemoprophylaxis with antiviral medications, and issues related to institutional outbreak management for both seasonal and new influenza A(H1N1), 2009. Regarding seasonal influenza, the recent (2009) guidelines issued by the Infectious Diseases Society of America (IDSA) are presented briefly. Regarding new influenza A(H1N1), 2009 the recent treatment options suggested by the US Center for Disease Control (CDC) and by the Hellenic Center for Infectious Diseases Prevention (KEELPNO) are presented. The following issues are discussed: Persons at high risk of complications from influenza that should be considered for antiviral therapy. Who should be treated with antivirals and what antiviral drug should be used for treatment? Who should be considered for antiviral chemoprophylaxis to prevent influenza and when should antiviral chemoprophylactic regimens be started? How long chemoprophylaxis should continue and what antiviral drugs should be used for chemoprophylaxis? When an influenza outbreak should be suspected in an institution and which residents should be treated with antiviral medications during an outbreak? Which residents should receive antiviral chemo­prophylaxis during an outbreak and how long should antiviral chemoprophylaxis continue?

INFORMATION:

Origin Center: Department of Medicine, “Sotiria” General and Chest Diseases Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Seasonal influenza, new influenza A(H1N1) 2009, treatment, prophylaxis, antivirals.
Corresponding Author: A. Pefanis, 152 Mesogion Ave., GR-115 27 Athens, Greece e-mail: pefan1@otenet.gr

D. Tsiolias, D.D. Cokkinos, P.N. Piperopoulos

DESCRIPTION:
Detection and characterization of focal liver lesions with ultrasound is a routine diagnostic challenge. Ultrasound contrast-enhance agents are used extensively for this purpose in everyday clinical practice. In this article we describe the basic physic principles and imaging techniques of these agents. We also explain the dynamic enhancement features of normal liver parenchyma in different pathological conditions. Finally, we mention the most common benign and malignant liver lesions, as well as common and uncommon findings with the use of ultrasound contrast agents.

INFORMATION:

Origin Center: Radiology Department, “Evangelismos” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Ultrasound, contrast enhance agents, focal liver lesions.
Corresponding Author: D. Tsiolias, 35 Pandosias street, GR-111 42 Athens, Greece e-mail: dtsiolias@yahoo.gr

DESCRIPTION:
Langerhans cells (LC) are a subpopulation of dendritic antigen presenting cells residing in most normal human stratified squamous epithelium as of the skin and oral mucosa. They originate from bone marrow and with melanocytes and Merkel cells constitute the not keratinized cells at the oral epithelium. The Langerhans cells (LC) can process antigens in their MHC-Class II abundant intracellular compartments. LCs plays a pivotal role in initiating a T-cell mediated immune response, both in health and disease and capture antigens in the periphery and following migration to regional lymph nodes present peptides to T-cells. Recently there has been interest in the role of LC in a variety of oral pathological conditions (oral lichen planus, oral squamous cell carcinomas, candidiasis etc). The aim of this work was the review of the literature about the significant role of langerhans cells in health and in the pathological conditions of the oral mucosa.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Oral Medicine and Maxillofacial Pathology, School of Dentistry, Aristotle University of Thessaloniki, Thessaloniki, Greece
Keywords: Langerhans cells (LC), antigen presenting, oral epithelium, dendritic cells.
Corresponding Author: M. Belazi, School of Dentistry, AUTH, GR-541 24 Thessaloniki, Greece, e-mail: mbelazi@med.auth.gr

Κ. Athanasakis, Α.G. Skroubelos, V. Tsiantou, K. Mylona, J. Kyri

DESCRIPTION:
ΑΙΜ In Greece, patients suffering from type II diabetes mellitus are subject to 25% co-insurance, if assigned to oral antihyperglycemic agents (OAA) in contrast with insulin-treated patients whose prescription cost is fully covered by the social insurance funds. The aim of the study was to assess the economic benefits for the social insurance funds, resulting from a potential full coverage of the OAA prescription cost. ΜATERIAL-METHODS A mathematical model was constructed for this purpose. With a price decrease (full coverage) for the OAAs as a starting point and based on price elasticity of demand we calculated the change in patients’ adherence level and the subsequent clinical and economic benefits of improved glucose regulation. RESULTS Full coverage of the OAA prescription cost, led to an increase in patients’ adherence level by 30.5 percentage points leading to a decrease in HbA1c levels by 0.58 percentage points and a subsequent increase of the percentage of controlled (regulated) patients by 18.5%. Given the above, the intervention was proved to be cost saving, yielding in a 3-year period savings up to 324 € per patient and thus achieving an investment return rate of 123%. The robustness of the results was tested in a series of one-way sensitivity analyses, which confirmed the efficiency of the intervention. CONCLUSIONS Although cost sharing is a policy instrument that has been widely applied in the past, a large amount of evidence reveals that, occasionally, its economic and clinical benefits are not in line with policy makers’ expectancies. This study suggests that the implementation of such policies, when targeting chronic conditions’ drugs, should be examined carefully and designed specifically for each therapeutic class and pharmacological subgroup, given the adverse clinical and economic effects as presented in this paper.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Health Economics, National School of Public Health, Athens, Greece
Keywords: Co-insurance, adherence, HbA1c control, type II diabetes mellitus.
Corresponding Author: Α.G. Skroubelos, 196 Alexandras Ave., GR-115 21 Athens, Greece e-mail: skroubelos@gmail.com

P. Konstantinides,(1) A. Kostourou,(2) T. Drosos,(1) V. Kyriazi,

DESCRIPTION:
Human herpesvirus-8 (HHV-8) is related to all the clinical variants of Kaposi’s sarcoma (KS) as well as with two lymphoproliferative diseases: primary effusion lymphoma and Castleman’s disease. Although it is mostly observed in patients suffering from AIDS, such disorders have also, less frequently, been described in HIV-negative patients. People who suffer from Castleman’s disease, a rare unjustifiable lymphoproliferative disorder, run a greater risk of developing Kaposi’s sarcoma and Β-cell lymphoma. The HHV-8 has been described in the 40% of the HIV negative patients with Castleman’s disease. The coexistence of the two entities that are related to the human herpesvirus–8 (HHV-8) in a HIV-negative patient is rarely described in the literature. We discuss here a case of Castleman’s disease in a 68-year-old HIV-negative and HHV-8 positive, male presented with Kaposi’s sarcoma, who was finally treated with R-CHOP. The pathogenic role of HHV-8 and its final eradication raise queries about the indicated treatment. A short bibliographic review is presented.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Department of Internal Medicine, (2) Haematology, “Pamma­karistos” General Hospital, (3)Haemopathology “Evagelismos” General Hospital, of Athens, Athens, Greece
Keywords: Multicentric Castleman disease, Kaposi’s sarcoma, HHV-8, rituximab.
Corresponding Author: P. Konstantinides, 21 Apollonos street, N. Irakleio, GR-141 21 Athens, Greece e-mail: polidorosK@hotmail.com

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 2 Φεβρουάριος 2010

Μ. Φράγκου,(1) Γ. Κουράκλης,(2) Α. Καραμπίνης (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η υπερηχογραφία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε ένα απαραίτητο εργαλείο στα χέρια του ιατρού που ασχολείται με την αντιμετώπιση του βαρέως πάσχοντα. Έχει προταθεί ότι η χρήση των υπερήχων μπορεί να βοηθήσει και στην τοποθέτηση κεντρικών φλεβικών καθετήρων, μια διαδικασία ρουτίνας που όμως συχνά επιπλέκεται όταν διεξάγεται με την κλασική τεχνική της τυφλής παρακέντησης βάσει οδηγών σημείων. Τρία είδη κεντρικών φλεβών μπορούν να καθετηριαστούν με τη βοήθεια υπερηχογραφικής καθοδήγησης: η έσω σφαγίτιδα φλέβα, η μηριαία φλέβα και η υποκλείδιος φλέβα. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής είναι πολλά: o ιατρός έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αρχικά την ηχοανατομία της περιοχής και να εντοπίσει τυχόν δυσκολίες πρόσβασης, να παρακολουθήσει όλη την πορεία της βελόνας του ενώ εισέρχεται εντός του αγγειακού αυλού, να αποφύγει άμεσα παρακείμενες δομές και τέλος να επιβεβαιώσει την ορθή θέση του καθετήρα του. Κατά συνέπεια, μειώνεται αισθητά ο αριθμός των ανεπιτυχών προσπαθειών, ελαττώνεται ο συνολικός χρόνος καθετηριασμού και πολλαπλασιάζεται η καθολική ασφάλεια της ιατρικής πράξης. Έτσι, ακόμη και σε συνθήκες επείγουσες και μη ιδανικές, όταν η ανεύρεση αγγειακής πρόσβασης οφείλει να γίνει άμεσα και ανεπίπλεκτα, είναι σαφές ότι ο καθετηριασμός κεντρικών φλεβών με τη βοήθεια υπερηχογραφικής καθοδήγησης υπερέχει.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Mονάδα Εντατικής Θεραπείας, ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς», (2) Β΄ Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική, Νοσοκομείο «Λαϊκό», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Yπέρηχοι, κεντρικές φλέβες, καθετηριασμός, τεχνική.
Αλληλογραφία: M. Φράγκου, Λεωφ. Μεσογείων 154, 115 27, Αθήνα e-mail: mariantinaf@hotmail.com

Θ. Τόλη, Α. Καλοκαιρινού

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Την επιστημονική βάση για την ορθή προσέγγιση του ζητήματος της επιληψίας έθεσε πρώτος ο Ιπποκράτης. Η επιληψία, σήμερα, είναι η συχνότερη από τις χρόνιες νευρολογικές ασθένειες και εκτιμάται ότι παγκοσμίως, περίπου 50.000.000 άνθρωποι πάσχουν από αυτή. Μετά την αλματώδη άνοδο που σημειώθηκε στον τομέα της νευρολογίας τις τελευταίες δεκαετίες γνωρίζουμε πλέον ότι η επιληψία δεν είναι απλά μια νοσολογική οντότητα. Το παρόν άρθρο εστιάζει στις επιληψίες και τα επιληπτικά σύνδρομα που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία. Στα ζητήματα που αναπτύσσονται περιλαμβάνονται: τα επιδημιολογικά στοιχεία, τα χαρακτηριστικά των επιληψιών και οι επιπτώσεις τους στην ανάπτυξη, η αντιμετώπιση του παιδιού στα επείγοντα και οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Θέματα που χρειάζονται περισσότερη διερεύνηση στην παιδική επιληψία, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς αντιμετωπίζουν το επιληπτικό παιδί, η ακριβής διάγνωση του τύπου επιληψίας ή συνδρόμου, η έγκαιρη αντιμετώπιση της ανθεκτικής επιληψίας κροταφικού λοβού και η κατάλληλη ηλικία για χειρουργική επέμβαση σε έναν εγκέφαλο που αναπτύσσεται. Το θεραπευτικό κενό που υπάρχει σήμερα σε ό,τι αφορά στις ανθεκτικές επιληψίες ευελπιστούμε να καλύψουν στο άμεσο μέλλον τεχνικές όπως η γονιδιακή θεραπεία, η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, η παραγωγή εμβολίων και άλλες εξατομικευμένες θεραπείες.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Εργαστήριο Κοινοτικής Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Παιδική επιληψία, επιδημιολογία, πρώτες βοήθειες, κρίσεις, συμπεριφορά, επιληπτικά σύνδρομα, θεραπείες.
Αλληλογραφία: Θ. Τόλη, Καραϊσκάκη 12, Θέρμη Θεσσα­λονίκης 570 01, Θεσσαλονίκη

Ι.Δ. Σπηλιώτης, Η. Ευσταθίου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η διάγνωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση του θυρεοειδικού καρκίνου παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα και τα τελευταία χρόνια παραμένουν διλήμματα ως προς τη χειρουργική αντιμετώπιση και την έκταση της εκτομής. Υπάρχει αύξηση στη συχνότητα διάγνωσης που οφείλεται σε παράγοντες περιβαλλοντολογικούς, σε καλύτερες διαγνωστικές εξετάσεις λόγω της ιατρικής τεχνολογίας (υπέρηχοι), σε πιο εκτεταμένες χειρουργικές εκτομές και σε πιο ενδελεχή παθολογοανατομική διάγνωση. Η χειρουργική εκτομή παραμένει η βασική θεραπεία και η ολική θυρεοειδεκτομή η επέμβαση εκλογής για τα καλά διαφοροποιημένα νεοπλάσματα. Ο λεμφαδενικός καθαρισμός σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να είναι επιλεκτικός και να αποφασίζεται μετά από ενδείξεις. Στο μυελοειδές καρκίνωμα η ολική θυρεοειδεκτομή και ο αμφοτερόπλευρος λεμφαδενικός καθαρισμός είναι η εξέταση εκλογής. Ενώ στο αναπλαστικό καρκίνωμα η χειρουργική συνήθως προσφέρει παρηγορητική προσέγγιση. Γίνεται αναφορά στη συμπληρωματική θεραπεία και τον έλεγχο για την ανίχνευση υποτροπής ή μετάστασης. Παρουσιάζεται επίσης, η θεραπευτική προσέγγιση της υποτροπής και της μεταστατικής νόσου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Α΄ Χειρουργικό Τμήμα, ΕΑΝΠ «Μεταξά», Πειραιάς
Λέξεις Κλειδιά: Θυρεοειδικό καρκίνωμα, θηλώδες, χειρουργική θυρεοειδούς, μυελοειδές καρκίνωμα, αναπλαστικό καρκίνωμα.
Αλληλογραφία: Ι.Δ. Σπηλιώτης, Α΄ Χειρουργικό Τμήμα, ΕΑΝΠ «Μεταξά», Μπόταση 51, 185 37 Πειραιάς e-mail:jspil@in.gr

Χ. Πιπιλή,(1) Ε. Χολόγκιτας (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η ακριβής εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με κίρρωση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, επειδή η νεφρική δυσλειτουργία αποτελεί σημαντικό προγνωστικό δείκτη πριν και μετά τη μεταμόσχευση ήπατος και επειδή συμπεριλαμβάνεται στο ΜΕLD score (μοντέλο καθορισμού προτεραιότητας στην κατανομή ηπατικών μοσχευμάτων στις λίστες αναμονής των ΗΠΑ). Αν και ο προσδιορισμός της κρεατινίνης ορού είναι ευρέως διαδεδομένος, η συγκέντρωση της κρεατινίνης στον ορό δεν είναι αξιόπιστη για την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας στους κιρρωτικούς. Επιπλέον, ο υπολογισμός της κάθαρσης κρεατινίνης με τη συλλογή ούρων 24ώρου συνήθως υπερεκτιμά τη GFR (λόγω της σωληναριακής απέκκρισης της κρεατινίνης), ενώ οι διάφορες εξισώσεις εκτίμησης της GFR (όπως Cockcroft-Gault, ΜDRD) αν και θεωρούνται πιο ακριβείς και ευαίσθητες, παρουσιάζουν αρκετούς περιορισμούς και βασίζονται στην κρεατινίνη ορού. Κρίνεται απαραίτητο να επανεξεταστεί η ορθότητα των δεικτών για την αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με κίρρωση, ενώ είναι επιθυμητοί νέοι δείκτες στον ορό, όπως η συστατίνη C και νέοι μαθηματικοί τύποι ως εναλλακτική λύση. Επίσης, είναι ανάγκη να τεκμηριωθεί ένα αξιόπιστο υποκατάστατο της GFR για τη δίκαιη κατανομή των ηπατικών μοσχευμάτων σε ασθενείς με κίρρωση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) «Αρεταίειο» Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, Αθήνα, (2) Παθολογική Κλινική Γενικό Νοσοκομείο Σητείας, Σητεία
Λέξεις Κλειδιά: Κίρρωση, μεταμόσχευση ήπατος, κρεατινίνη, συστατίνη C, GFR.
Αλληλογραφία: Ε. Χολόγκιτας, Μαρκαντωνάκη 5, 723 00 Σητεία, Κρήτη e-mail: cholongitas@yahoo.gr

E. Μενενάκος, K.M. Στάμου, M. Νατούδη, Λ. Αλεβίζος, Γ. Ζάβρας, Ε

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
ΣΚΟΠΟΣ Σκοπός είναι η μελέτη της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής (laparoscopic sleeve gastrectomy, LSG) ως κύρια χειρουργική θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας. Δευτερεύοντα συμπεράσματα αφορούν στην ασφάλεια της διαδικασίας. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Πρόκειται για προοπτική κλινική μελέτη που αφορά στην προσωπική εμπειρία δύο χειρουργών στη LSG . Τα κριτήρια εισόδου στη μελέτη ήταν Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) μεγαλύτερος από 40 kg/m2 ή μεγαλύτερος από 35 kg/m2, εφόσον συνυπήρχαν νοσήματα σχετιζόμενα με τη νοσογόνο παχυσαρκία. Οι επισκέψεις επανελέγχου καθορίστηκαν σε διαστήματα τριών μηνών και κατά την ολοκλήρωση της μελέτης. Αποτελεσματα 287 ασθενείς (αναλογία γυναικών-ανδρών 2,2/1, με μέσο όρο ηλικίας τα 38,2 έτη) υπεβλήθησαν σε λαπαροσκοπική επιμήκη γαστρεκτομή. Ο μέσος προεγχειρητικός ΔΜΣ ήταν 46,0 kg/m.2 Η μετεγχειρητική θνητότητα ανήλθε σε 0,3%. Η συνολική μετεγχειρητική νοσηρότητα ήταν 15,3%. Παράγοντες κινδύνου για μετεγχειρητικές επιπλοκές ήταν σε οριακό βαθμό ο υψηλός ΔΜΣ και ο σακχαρώδης διαβήτης. Προστατευτικό ρόλο έχει η ενίσχυση της γραμμής συρραφής. Μετά από διάμεση μετεγχειρητική παρακολούθηση 14 μηνών (εύρος 1–33 μήνες) ο ΔΜΣ στο τέλος της μελέτης ήταν σημαντικά μειωμένος (p<0,01). Το αντίστοιχο ποσοστό απώλειας πλεονάζοντος βάρους (% EWL) στο τέλος της παρακολούθησης ήταν 65,7% (εύρος: 33,8–102,3). Το ποσοστό επιτυχίας έφθασε το 81,7% Ως μόνος παράγοντας που επιδρά στην απώλεια βάρους αναγνωρίστηκε ο ΔΜΣ. Συγκεκριμένα, ΔΜΣ>50 kg/m2 συνδέεται με μεγαλύτερη απώλεια βάρους. ΣυμπEρασμαTA Η λαπαροσκοπική επιμήκης γαστρεκτομή αποτελεί ικανοποιητική πρώτη επιλογή στη θεραπεία της νοσογόνου παχυσαρκίας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Τμήμα Ενδοσκοπικής Χειρουργικής, Α΄ Προπαι-δευτική Χειρουργική Κλινική ΕΚΠΑ, ΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Παχυσαρκία, νοσογόνος, λαπαρασκοπική επιμήκης γαστρεκτρομή, χειρουργική θεραπεία.
Αλληλογραφία: Κ.Μ. Στάμου, Λυκείου 15, 106 74 Αθήνα e-mail: cstamou@hotmail.com

Γ. Mεσσάρης,(1) Α. Χριστοφοράτου(2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Σκοπoς Η δημοσιοποίηση μέρους της συλλογής των χειρουργικών εργαλείων του Κεφαλλονίτη ιατροχειρουργού Χαράλαμπου Τυπάλδου-Ιακω­βάτου. Υλικo-μeθοδος Βασική πηγή πληροφοριών αποτέλεσε η έρευνα στην Ιακωβάτειο βιβλιοθήκη στο Ληξούρι Κεφαλληνίας και συγκεκριμένα στο ιδιωτικό Αρχείο του Οίκου των Τυπάλδων-Ιακωβάτων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε οργανώθηκε επαγωγικά με αρχικό στάδιο τη μελέτη εξαιρετικά μεγάλου αριθμού ιδιωτικών εγγράφων, χειρογράφων, κωδίκων, επίσημων φυλλαδίων και κατά βάση της ιδιωτικής συλλογής των χειρουργικών εργαλείων του ιατροχειρουργού Χαραλάμπη. Αποτελeσματα Η συλλογή, οργάνωση και μελέτη του υλικού οδήγησε στη συγκέντρωση πλήθους πληροφοριών για την επαγγελματική δράση του Χαραλάμπου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, το ύψος των επιστημονικών του γνώσεων, τη μέθοδο άσκησης του επαγγέλματός του, τις σχέσεις που διατηρούσε με τους συναδέλφους του, το ενδιαφέρον του για τη διά βίου ανανέωση των επιστημονικών του γνώσεων. Συμπερασματα Τα συμπεράσματα της έρευνας δίνουν το στίγμα της ασκούμενης ιατρικής της εποχής στην Ελλάδα, η οποία αγωνίζεται να ορθοποδήσει ως ελεύθερο πλέον κράτος.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Τμήμα Χειρουργικής, Ιατρική Σχολή Αθηνών, Αθήνα (2)Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Λέξεις Κλειδιά: Χαράλαμπος Τυπάλδος-Ιακω­βάτος, Ιατροχειρουργός, βιογραφία, 19ος αιώνας, Κεφαλληνία, χειρουργικά εργαλεία.
Αλληλογραφία: Γ. Mεσσάρης, Τερτσέτη 5, 111 41, Άνω Πατήσια, Αθήνα

Γ. Κασσάρας,(1) Χρ. Νησωτάκης,(1) Ι. Σπυριδάκης,(1) Γ. Τολούμης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι κύστεις παραθυρεοειδών είναι σπάνιες κυστικές βλάβες, που παρουσιάζονται ως μάζες τραχήλου ή (σπανιότερα) μεσοθωρακίου, συνηθέστατα χωρίς άλλα συνοδά ειδικά συμπτώματα. Συνήθως είναι μη λειτουργικές και διαγιγνώσκονται τυχαία μετά από εκτομή για υποτιθέμενο κυστικό όζο θυρεοειδούς. Η προεγχειρητική διάγνωση μπορεί να τεθεί με τη μέτρηση της παραθορμόνης στο υγρό που αναρροφάται κατά την κατευθυνόμενη με υπερήχους FNA. H θεραπεία συνίσταται σε διαδερμική παρακέντηση και αναρρόφηση της κύστης (πιθανόν σε συνδυασμό με έγχυση σκληρυντικού παράγοντα) ή σε χειρουργική εκτομή, που ενδείκνυται σε συμπτωματικές ή λειτουργικές κύστεις, όταν η διάγνωση παραμένει ασαφής (ιδιαίτερα σε κύστεις του μεσοθωρακίου) ή για αισθητικούς λόγους (σε ευμεγέθεις ορατές κύστεις). Παρουσιάζουμε νεαρή ασθενή με κύστη παραθυρεοειδούς που διαγνώσθηκε τυχαία. Με την ευκαιρία γίνεται και μία σύντομη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Β΄ Χειρουργική Κλινική, (2)Ενδοκρινολογική Κλινική, 3Παθολογοανατομικό Εργαστήριο, 251 Γενικό Νο­σοκο­μείο Αεροπορίας, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Παραθυρεοειδείς, κύστη, υπερπαραθυρεοειδισμός, χειρουργική, FNA, αναρρόφηση.
Αλληλογραφία: Γ.Χ. Σακοράφας, Αρκαδίας 19–21, 115 26 Αθήνα e-mail: georgesakorafas@yahoo.com

Ι.Δ. Χατζιδάκης, Γ. Χειλάκος, Π. Καρακάσης, Π. Κωστάρας, Μ. Μαλτ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο μαγγανισμός είναι μια εξωπυραμιδική διαταραχή που διαφέρει από τη νόσο Parkinson και εισβάλλει με διαταραχές της βάδισης, «βάδισμα πετεινού», βραδυκινησία, μικρογραφία και υπομιμία. Παρουσιάζουμε ένα περιστατικό ενός ηλεκ¬τροσυγκολλητή με αστάθεια και πτώσεις. Η νευρολογική εξέταση αποκάλυψε την αμφοτερόπλευρη βραδυκινησία, την υπομιμία και τα συμμετρικά και αμφοτερόπλευρα αυξημένα εν τω βάθει τενόντια αντανακλαστικά. Η συγκέντρωση μετάλλων στο αίμα ήταν φυσιολογική. Το ΕΝΥ ήταν φυσιολογικό ενώ η κυτταρολογική εξέταση ήταν αρνητική για κακοήθεια. Το ΗΕΓ, το ΗΜΓ και το ΗΝΓ ήταν φυσιολογικά. Οι εικόνες υπό ακολουθία T1W της μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου ανέδειξαν συμμετρικά αυξημένο σήμα στους φακοειδείς πυρήνες, ενώ οι εικόνες υπό ακολουθία πρωτονίων επίσης ανέδειξαν αυξημένο σήμα στους κερκοφόρους πυρήνες και το μεσεγκέφαλο. Η διάγνωση του μαγγανισμού τέθηκε από το επαγγελματικό ιστορικό, την κλινική εικόνα, το αμφοτερόπλευρο και συμμετρικά αυξημένης έντασης σήμα στις ακολουθίες Τ1 της μαγνητικής τομογραφίας στην ωχρά σφαίρα και στο μεσεγκέφαλο, καθώς και από τα αρνητικά ευρήματα τόσο στην υπολογιστική τομογραφία (CT) εγκεφάλου όσο και στις υπό ακολουθία T2 εικόνες της μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Νευρολογική Κλινική, 1ο Νοσοκομείο ΙΚΑ, Μελίσσια, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Μαγγανισμός, εξωπυραμιδική συνδρομή, επαγγελματική νόσος

Π. Αθανασίου,(1) Δ. Νικηφόρου,(1) Ιφ. Κώστογλου-Αθανασίου,(2) Ν

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
H αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία ή ατροφία Sudeck οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και τοπική φλεγμονή. Σχετίζεται με ριζίτιδα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, νεοπλάσματα, αρθροσκόπηση και θρομβώσεις, αλλά ο συχνότερος εκλυτικός παράγοντας είναι το τραύμα του άκρου ή του αντίστοιχου περιφερικού νεύρου. Τα κύρια συμπτώματα είναι ο έντονος πόνος και τα οφειλόμενα σε δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, όπως τοπικό οίδημα και αγγειοκινητικές διαταραχές. Περιγράφεται περίπτωση ασθενούς άνδρα ηλικίας 71 ετών, με ιστορικό ήπιας χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, υπερουριχαιμίας, στεφανιαίας νόσου, υπερλιπιδαιμίας και αρτηριακής υπέρτασης που παρουσίασε προ 4μήνου, μετά επαφή με γαλακτώδες υγρό φύλλων συκιάς έγκαυμα αριστεράς άκρας χειρός και ακολούθως έντονο οίδημα και άλγος. Αντιμετωπίστηκε με τοπικά σκευάσματα και κεφαλοσπορίνη από το στόμα. Κατόπιν εμφάνισε στο ίδιο χέρι έρπητα ζωστήρα και προοδευτική επιδείνωση του άκρου. Χορηγήθηκαν αντιβιoτικά και βηταμεθαζόνη καθώς και καλσιτονίνη για την αντιμετώπιση της τοπικής οστεοπόρωσης με αποτέλεσμα ύφεση των συμπτωμάτων. Το σπινθηρογράφημα οστών τριών φάσεων με 99mTc με γ-camera επιβεβαίωσε τη διάγνωση της αντανακλαστικής συμπαθητικής δυστροφίας. Η εμφάνιση της αντανακλαστικής συμπαθητικής δυστροφίας προκαλείται από πληθώρα αιτιών με κύριο τον τραυματισμό, έστω και αν αυτός είναι πολύ μικρός σε βαρύτητα. Ο ασθενής ανέπτυξε το σύνδρομο μετά επαφή με γαλακτώδες υγρό φύλλων συκιάς και τον έρπητα ζωστήρα που ακολούθησε. Έχει αναφερθεί αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία μετά έγκαυμα όπως και μετά έρπητα ζωστήρα. Ωστόσο, η εμφάνιση του συνδρόμου μετά έγκαυμα από γαλακτώδες υγρό φύλλων συκιάς είναι ιδιαίτερα σπάνια.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Ρευματολογική Κλινική, ΓΝ Θεσσαλονίκης «Άγιος Παύλος», Θεσσαλονίκη, (2)Ενδοκρινολογικό Τμήμα, ΓΝ Αθηνών «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο» ΕΕΣ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Aντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία, ατροφία Sudeck, τραύμα, έγκαυμα, γαλακτώδες υγρό φύλλων συκιάς, έρπης ζωστήρ.
Αλληλογραφία: Π. Αθανασίου, Κορινθίας 7, 115 26 Αθήνα e-mail: pathanassiou@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 2 Φεβρουάριος 2010

M. Fragou,(1) G. Kouraklis,(2) A. Karabinis (1)

DESCRIPTION:
Bedside ultrasonography has lately become an indispensable tool for the management of the critically ill patient. It has been suggested that the use of ultrasonography facilitates vascular access, which is traditionally attempted by potentially dangerous blind puncture procedures using the landmark technique. Three major central veins are usually cannulated by means of sonographic guidance: the internal jugular vein, the femoral vein and the subclavian vein. The advantages of the ultrasound guided technique are numerous: the physician can perform an initial thorough scanning of the area and depict difficulties, attempt cannulation under constant visualization of the needle and the adjacent structures and identify proper placement of the guidewire into the vein. Thus, the implementation of ultrasound guidance on invasive procedures such as central line placement decreases the rate of unsuccessful attempts and the duration of the whole procedure and enhances its safety. Even in suboptimal and emergency conditions, when obtaining vascular access is a priority, ultrasound guided catheterization of central veins is surely advantageous.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Intensive Care Unit, “G. Gennimatas” General Hospital of Athens, (2) 2nd Department of Propaedeutic Surgery, Laiko General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Ultrasound, central veins, catheterization, technique.
Corresponding Author: M. Fragou, 154 Mesogeion Ave., GR-115 27 Athens, Greece e-mail: mariantinaf@hotmail.com

Th. Toli, A. Kalokairinou

DESCRIPTION:
Hippocrates was the first doctor in ancient years that approached epilepsy in a correctly and scientific base. Nowadays, epilepsy is the most common chronic neurological disease affecting approximately 50,000,000 people worldwide. In recent decades neurology met a rapid progress so that we no more believe epilepsy is a specific illness. The current article focuses on epilepsies and epileptic syndromes that usually appear in childhood. Epidemiology, epilepsy characteristics of specific interest on children’s growth, first aid in emergencies and new treatments, are issues to be addressed here. More research though is needed about topics such us the way parents confront with the epileptic child, accurate diagnosis of epilepsy type or syndrome, timely management of resistant temporal lobe epilepsy and the favorable age for a growing brain to sustain surgery. Finally, we hope that the present therapeutic gap will be dispelled from gene therapy, cell transplantation, vaccines and other personalized therapies, in the imminent future.

INFORMATION:

Origin Center: Laboratory of Community Health Nursing, National and Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Εpilepsy childhood, epidemiology, first aid, convulsions, behavior, epilepsy syndrome, treatment.
Corresponding Author: Th. Toli, 12 Karaiskaki street, GR-570 01 Thermi Thessalonikis, Thessaloniki, Greece

J.D. Spiliotis, E. Efstathiou

DESCRIPTION:
The diagnosis and management of thyroid cancer remains controversial, new questions arise especially the last twenty years about the surgical approach and the size of the incision. Increasingly we phase diagnoses due to environmental factors, better diagnostic tests in medical science (ultrasounds), extensive surgical incisions and regular pathological diagnoses. Surgical approach remains the primary treatment and the overall thyroid surgery is the surgical selection for well-differentiated neoplasms. In such cases lymph node dissection should be selective and should be determined according to the findings. In medullary carcinoma total thyroid surgery and complete lymph node dissection are the factors for the selection. In the other hand in anaplastic carcinoma, surgery usually offers palliative approach. Moreover, it is mentioned the complementary treatment and the examination of relapse detection or metastasis. It is also presented the therapeutic approach of relapse and metastatic disease.

INFORMATION:

Origin Center: 1st Department of Surgery, “Metaxa” Cancer Hospital of Piraeus, Piraeus, Greece
Keywords: Thyroid cancer, papillary, thyroid surgery, medullary carcinoma, anaplastic carcinoma.
Corresponding Author: J.D. Spiliotis, 1st Department of Surgery, “Metaxa” Cancer Hospital, 51 Botasi street, GR-185 37 Piraeus, Greece e-mail:jspil@in.gr

C. Pipili,(1) E. Cholongitas (2)

DESCRIPTION:
Renal function in patients with cirrhosis is important prognostically, both before and following liver transplantation (LT). Its prognostic impact is reflected by the inclusion of serum creatinine (Cr) in the MELD score, which is now used for recipient prioritization on LT waiting lists in the USA. Thus, the accurate assessment of renal function, i.e. glomerular filtration rate (GFR), or a surrogate marker, in cirrhosis has become even more important. Although Cr is widely available, it is an unreliable marker of GFR, particularly in patients with cirrhosis. Clearance of exogenous markers is considered the “gold standard”, but this methodology has many drawbacks, particularly poor applicability. Several mathematical formulae for estimated GFR are used to try to overcome some of these limitations: Cockcroft-Gault and Modification of Diet in Renal Disease (MDRD) formulae are the most frequently applied, but they are based on serum Cr. Due to the inaccuracy of serum Cr and its derived formulae in estimating GFR, alternative serum markers, such as cystatin C, and new formulae are desirable. These need formal evaluation in patients with cirrhosis so as to have a reliable surrogate of GFR, and to obviate the many problems that are associated with using Cr and estimated GFR.

INFORMATION:

Origin Center: (1) “Areteion” Hospital, Athens, (2) General Hospital of Sitia, Sitia, Crete
Keywords: Cirrhosis, liver transplantation, creatinine, cystatin C, GFR.
Corresponding Author: E. Cholongitas, 5 Markadonaki street, GR-723 00 Sitia, Crete, Greece e-mail: cholongitas@yahoo.gr

Ε. Menenakos, Κ.Μ. Stamou, Μ. Natoudi, L. Alevizos, G. Zavras, E

DESCRIPTION:
ΑΙΜ Aim of the study is to look at laparoscopic sleeve gastrectomy as a procedure with intent to cure morbid obesity. Secondary endpoints are related to the safety profile of the procedure. MATERIAL-METHODS This is a prospective clinical study conducted in a single university surgical clinic. Results 287 patients (2.2/1 female to male ratio, mean age of 38.2 years) underwent sleeve gastrectomy. Median preoperative BMI was 46.0 kg/m.2 Mortality and morbidity rate was 0.3% and 15.3% respectively. Risk factors for postoperative complications were: history of diabetes mellitus under medical treatment (OR: 4.0, p=0.014) and prior bariatric operation on the same patient OR: 5.7, p=0.034). Median follow up was 14 months (range: 1–33 months). A BMI>50 kg/m2 is connected with greater weight loss. Analysis of the % EWL during follow up at specific time intervals showed a rapid increase for the first 12 months followed by a more gradual rise thereafter. The median % EWL for the first year of follow up was 65.7 (range 33.8–102.3). The median BMI for the patients that had completed at least one year of follow up was 30.5 kg/m2 (range: 21.2–42.7). The overall success rate after the first year was 74.3% when accounted for % EWL>50 and 81.7% for BMI<35 kg/m.2 ConclusionS The actual long term efficacy of the procedure remains to be confirmed. Morbidity rates may prove higher than expected especially during the learning curve.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Endoscopic Surgery, 1st Department of Propaedeutic Surgery, “Hippocratio” General of Athens Hospital, Athens, Greece
Keywords: Obesity, morbid obesity, laparoscopic sleeve gastrectomy, surgical treatment.
Corresponding Author: K.M. Stamou, 15 Lykeiou street, GR-106 47 Athens, Greece e-mail: cstamou@hotmail.com

G. Messaris,(1) A. Christoforatou(2)

DESCRIPTION:
Aim This project aims to bring in public part of the collection of surgical tools owned by the Cefalonian surgeon Haralambos Typaldos-Iakovatos. Material-Methods The basic source of information was the Iakovatios library at Lixouri, Cefalonia and, more specifically, the private Record of the Typaldos-Iakovatos family. The methodology followed was organized in an inductive way starting with the study of a considerably large number of private documents, manuscripts, codes, official papers and the private collection of surgical tools of surgeon Haralambos. Results A lot of information was gathered by collecting, organizing and studying the aforementioned material, outlining Haralambos Typaldos-Iakovatos as a professional; his personality and the remarkable scientific knowledge he possessed, the way he practiced medicine, the kind of relationships he had with his colleagues and his continuous interest in renewing his scientific knowledge for life. Conclusions The conclusions drawn in this study are indicative of the way doctors of the time practised medicine, a time when Greece struggles to rally as a newly liberated state.

INFORMATION:

Origin Center: (1)Department of Surgery Athens Medical School, (2)Department of History, Ionian University
Keywords: Charalambos Typaldos-Iakovatos, phy­sician-surgeon, biography, 19th century, Cefalonia, surgical tools.
Corresponding Author: G. Messaris, 5 Tertsetis street, GR-111 41 Athens, Greece

G.A. Kassaras,(1) Chr. Nissotakis,(1) J. Spiridakis,(1) G. Tolou

DESCRIPTION:
Parathyroid gland cysts (PGCs) are rare cystic lesions, presenting as neck or (more rarely) mediastinal masses, most often without associated specific symptoms. They are usually nonfunctioning. Most often, PGCs are incidentally diagnosed following resection for a presumably thyroid cystic nodule. Preoperative diagnosis may be confirmed by measuring PTH levels in the aspirates following ultrasound-guided FNA. Management options include percutaneous aspiration (potentially with the use of chemical sclerozing agents) and surgical resection, which is indicated in the presence of symptoms, in functioning PGCs, when diagnosis remains unclear (especially in mediastinal PGCs) or for cosmetic reasons (in large visible PGCs). We present a young patient with an incidentally diagnosed PGCs and the relevant literature is briefly reviewed.

INFORMATION:

Origin Center: (1)2nd Department of Surgery, (2)Department of Endocrinology, 3Pathology, 251 Hellenic Air Force Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Parathyroid, cyst, hyperparathyroidism, surgery, FNA, aspiration.
Corresponding Author: G.H. Sakorafas, 19–21 Arkadias street, GR-115 26 Athens, Greece e-mail: georgesakorafas@yahoo.com

P. Athanassiou,(1) D. Nikiforou,(1) If. Kostoglou-Athanassiou,(2

DESCRIPTION:
Reflex sympathetic dystrophy or Sudeck’s atrophy is due to a disorder of the sympathetic nervous system and local inflammation. It is related to stroke, neoplasms, arthroscopesis and thrombosis, the most frequent inducing factor being trauma of the extremity or the nerve. Main symptoms are intense pain and those resulting from autonomous nervous system dysfunction, such as local edema and vascular disorders. We present a case of reflex sympathetic dystrophy after exposure to fig tree leave sap. The case of a 71 year old male patient is described, with a history of mild chronic renal failure, hyperuricemia, coronary artery disease, hyperlipidemia and arterial hypertension who presented 4 months ago after exposure to fig tree leave sap with a burn in the left hand and thereafter intense edema and pain. Local drugs were administered and a cephalosporin orally. Later, herpes zoster infection developed in the affected hand and the extremity deteriorated. Antibiotics and betamethasone were administered as well as calcitonin for the management of local osteoporosis and symptoms improved. Three phase bone scanning with 99mTc with a γ-camera was compatible with the diagnosis of reflex sympathetic dystrophy. Reflex sympathetic dystrophy may appear after multiple causes, the main cause being trauma, even minimal in intensity. The patient described presented with reflex sympathetic dystrophy after exposure to fig’s leave sap and the subsequent herpes zoster. Reflex sympathetic dystrophy after a burn injury has been described as well as after herpes zoster infection. However, the appearance of reflex sympathetic dystrophy after exposure to fig tree leave sap is extremely rare.

INFORMATION:

Origin Center: (1)Department of Rheumatology, “St. Paul’s” General Hospital of Thessaloniki, Greece, (2)Department of Endocrinology, “Red Cross” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Reflex sympathetic dystrophy, Sudeck’s atrophy, injury, burn, fig tree leave sap, herpes zoster.
Corresponding Author: P. Athanassiou, 7 Korinthias street, GR-115 26 Athens, Greece e-mail: pathanassiou@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 3 Μάρτιος 2010

Π. Αντωνοπούλου,(1) Ι.Παπασωτηρίου,(2) Γ. Μαστοράκος(3)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι καρδιαγγειακές νόσοι είναι η κύρια αιτία θανάτου στο δυτικό κόσμο, ενώ τα εγκεφαλικά επεισόδια είναι από τους κυρίαρχους λόγους αναπηρίας. Η αθηροσκλήρωση δεν θεωρείται πλέον μια εστιασμένη νόσος που προκαλείται από σοβαρή αγγειακή στένωση, αλλά μια συστηματική νόσος που χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και αγγειακή φλεγμονή με επακόλουθο την πιθανή θραύση της αθηρωματικής πλάκας και το σχηματισμό θρόμβου. Υπάρχουν πολλοί βιοχημικοί δείκτες που σχετίζονται με την αυξημένη επικινδυνότητα για καρδιαγγειακή νόσο. Η λιποπρωτεΐνη-φωσφολιπάση A2 (Lp-PLA2) είναι μια λιπάση της σερίνης που δεν εξαρτάται από το ασβέστιο, σχετίζεται με τη χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL), παράγεται από τα μακροφάγα και τα αφρώδη κύτταρα και εκφράζεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στις ευάλωτες αθηρωματικές πλάκες. Σε πολλές μελέτες η Lp-PLA2 σχετίζεται σταθερά με αυξημένη επικινδυνότητα για καρδιαγγειακή νόσο, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους παράγοντες. Επιπρόσθετα, έχει αποδειχθεί ότι η Lp-PLA2 είναι ανεξάρτητη και συμπληρωματική της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (hs-CRP). Τα αποτελέσματα των μελετών σε συνδυασμό με τις συστάσεις της AHA/CDC (American Heart Association/Centers for Disease Control) και του NCEP III (National Cholesterol Education Programm III) των ΗΠΑ καθιστούν την Lp-PLA2 κατάλληλη για τη λεπτομερέστερη εκτίμηση της επικινδυνότητας για καρδιαγγειακό νόσημα ή ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και την ανάγκη για εντατικοποίηση της θεραπευτικής παρέμβασης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Alapis Μedical Diagnostics SA, Άλιμος, (2)Βιοχημικό Τμήμα, ΓΝΠΑ «Η Αγία Σοφία», Αθήνα, (3)Β΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Iατρική Σχολή, Πανε­πιστήμιο Αθηνών, Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Σακχα­ρώδη Διαβήτη και Μεταβολισμού, «Αρεταίειον» Νοσο­κομείο
Λέξεις Κλειδιά: Καρδιαγγειακή νόσος, βιοδείκτες, Lp-PLA2.
Αλληλογραφία: Γ. Μαστοράκος, Β΄ Μαιευτική και Γυναι­κολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Σακχαρώδη Διαβήτη και Μεταβολισμού, «Αρεταίειον» Νοσοκομείο, Λεωφ. Βασ. Σοφίας 76, 115 28 Αθήνα e-mail: mastorakg@ath.forthnet.gr

Κλ. Τσαμακίδης, Δ. Δημητρουλόπουλος, Δ. Ξυνόπουλος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (ΗΚΚ) είναι ο συχνότερος πρωτοπαθής κακοήθης όγκος του ήπατος. Αποτελεί τον πέμπτο κατά σειρά συχνότερο καρκίνο και την τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως. Είναι νεόπλασμα υψηλής κακοήθειας με πτωχή επιβίωση. Η επίπτωση του ΗΚΚ χαρακτηρίζεται από ευρεία γεω­γραφική ποικιλομορφία. Το υψηλότερο ποσοστό της κατανομής του απαντάται στην υποσαχάρια Αφρική και στη ΝΑ Ασία, με την Κίνα να εμφανίζει περισσότερες από το 50% των συνολικών περιπτώσεων. Ο κίνδυνος εμφάνισης του συγκεκριμένου νεο­πλάσματος στους άνδρες είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο στις γυναίκες. Η επίπτωση του ΗΚΚ σχετίζεται με την ηλικία, μολονότι η ηλικιακή κατανομή του ποικίλλει στις διάφορες περιοχές του κόσμου. Μελέτες σε οικονομικούς μετανάστες, από περιοχές υψηλής επίπτωσης σε χαμηλής του ΗΚΚ, έδειξαν ότι η πρώτη γενεά των μεταναστών διατηρεί τον υψηλό κίνδυνο της χώρας προέλευσης. Ωστόσο, στη δεύτερη και τις επόμενες γενεές παρατηρείται φθίνουσα πορεία του κινδύνου. Το ΗΚΚ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αναπτύσσεται σε κιρρωτικό έδαφος. Οι μείζονες παράγοντες κινδύνου εμφάνισης ΗΚΚ είναι η χρόνια HBV και HCV λοίμωξη όπως και η χρόνια αλκοολική νόσος.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Γαστρεντερολογική Κλινική, ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Ηπατοκυτταρικός καρκίνος, επιδημιολογία, παράγοντες κινδύνου.
Αλληλογραφία: Κλ. Τσαμακίδης, Δροσίνη 24, 143 43 Νέα Χαλκηδόνα, Αθήνα e-mail: tsamdis@otenet.gr

Θ.Α. Παπαδάς, Α.Μ. Μωραΐτη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το νεανικό αγγειοΐνωμα είναι ένας σπάνιος, καλοήθης ιστολογικώς, εξαιρετικά αγγειοβριθής και τοπικά διαβρωτικός όγκος. Εντοπίζεται συνήθως στο οπίσθιο και πλάγιο τοίχωμα του ρινοφάρυγγα και στο σύστοιχο τμήμα της ρινικής θαλάμης. Χαρακτηριστικά προσβάλλει έφηβους άνδρες και συνήθως εμφανίζεται με υποτροπιάζουσα ρινορραγία και ρινική απόφραξη. Η παθογένειά του δεν είναι επακριβώς γνωστή. Εκφράζει ποικίλες ποσότητες κολλαγόνου τύπου Ι, ΙΙΙ και VI, γεγονός που υποστηρίζει τη θεωρία προέλευσής του από υπολείμματα της αρτηρίας του 1ου βραγχιακού τόξου. Στην επιφάνεια των κυττάρων του εκφράζονται υποδοχείς προγεστερόνης και ανδρογόνων, ενώ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του παίζουν αυξητικοί και αγγειογενετικοί παράγοντες. Για τη σταδιοποίησή του χρησιμοποιούνται πολλά συστήματα όπως η κλίμακα Radkowski (1996) και το σύστημα σταδιοποίησης κατά Carrillo et al (2008). H διάγνωση της παρουσίας του γίνεται με CT και MRI που συνοδεύονται πάντα από αγγειογραφία, με τη διεύρυνση του σφηνοϋπερωίου τρήματος στη CT να είναι παθογνωμονική. Επίσης, σημαντική είναι η άμεση ενδοσκόπηση, η βιοψία στο χειρουργείο και το σπινθηρογράφημα με 99mTc που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του όγκου. Λόγω των υψηλών ποσοστών υποτροπής μετά τη θεραπεία θα πρέπει να ακολουθείται συγκεκριμένο πρωτόκολλο για απεικονιστικό follow-up των ασθενών και αυτοί ν’ αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση. Ο προεγχειρητικός εμβολισμός χρησιμοποιείται για να διακοπεί η κυκλοφορία του αίματος στον όγκο. Θεραπεία εκλογής παραμένει η χειρουργική εκτομή του όγκου, με την ενδοσκοπική τεχνική να κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει. Η επιλογή της χειρουργικής παρέμβασης εξαρτάται από το στάδιο της νόσου. Λιγότερο επεμβατικές τεχνικές έχουν χρησιμοποιηθεί όπως η χημειοθεραπεία με φλουταμίδη, η κλασική ακτινοθεραπεία, η ακτινοχειρουργική με ακτίνες γ, η ρομποτική ακτινοχειρουργική και η θερμοθεραπεία με ραδιοσυχνότητες.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Ωτορινολαρυγγολογική Κλινική, ΠΠΓΝΠ, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα
Λέξεις Κλειδιά: Nεανικό αγγειοΐνωμα, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, χειρουργική αφαίρεση, απεικόνιση.
Αλληλογραφία: Θ.Α. Παπαδάς, Στεφάνου Γρανίτσα 24, 264 43 Πάτρα e-mail: papadas@med.upatras.gr

Ε. Πούλιος, Δ. Λινός

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Στη μελέτη αυτή γίνεται αναφορά και ανάλυση των υπαρχόντων τεχνικών, με τις οποίες επιτυγχάνεται θυρεοειδεκτομή χωρίς ουλή στον τράχηλο, με αναδρομή στη βιβλιογραφία καθώς και παρουσίαση της δικής μας εμπειρίας, που αφορά σε 8 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ρομποτικά υποβοηθούμενη θυρεοειδεκτομή διά της μασχάλης, χωρίς εμφύσηση CO2. Έχουν περιγραφεί ρομποτικές και ενδοσκοπικές τεχνικές και έχουν παρουσιαστεί τα αποτελέσματά τους. Η θυρεοειδεκτομή χωρίς ουλή στο λαιμό είναι εφικτή και πραγματοποιείται με ασφάλεια. Είναι, τουλάχιστον στην αρχή, πιο χρονοβόρος μέθοδος που απαιτεί καμπύλη εκμάθησης και μπορεί να επιπλέκεται με μεγαλύτερο πόνο. Το αισθητικό επακόλουθο είναι άριστο και τα αποτελέσματα εφάμιλλα της κλασικής θυρεοειδεκτομής.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Α΄ Χειρουργική Κλινική, Τμήμα ΔΘΚΑ «Υγεία», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Ελάχιστα επεμβατική θυρεοειδεκτομή, ενδοσκοπική θυρεοειδεκτομή, ρομποτική θυρεοειδεκτομή, θυρεοειδεκτομή χωρίς ουλή στον τράχηλο, θυρεοειδεκτομή με προσπέλαση από τη μασχάλη, θυρεοειδεκτομή με προσπέλαση από τους μαστούς.
Αλληλογραφία: Δ. Λινός, Φραγκοκκλησιάς 7, 151 25 Μα­ρούσι e-mail: dlinos@hms.harvard.edu

Αθ. Αντωνόπουλος, Εμ. Πιτταράς

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η διαταραχή του αυτόνομου νευρικού συστήματος σε διαβητικούς ασθενείς αποτελεί συχνό φαινόμενο το οποίο κυρίως επηρεάζει το καρδιο-κυκλοφορικό σύστημα. Επειδή η ανωτέρω υποομάδα ασθενών διαρκώς αυξάνεται στις δυτικές κοινωνίες, η διερεύνηση των παραπάνω διαταραχών κρίνεται αναγκαία για την καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών αυτών. Η δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος επισυμβαίνει περίπου στο 25% των διαβητικών ασθενών. Από προηγούμενες μελέτες δε, προκύπτει, ότι η θνησιμότητα στα 5 έτη είναι πέντε φορές πιο αυξημένη σε ασθενείς με δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος σε σχέση με εκείνους που δεν εμφάνιζαν την ανωτέρω διαταραχή. Κατά συνέπεια, η διερεύνηση της ανωτέρω νοσολογικής οντοτητας θα βοηθήσει τόσο στην εμβάθυνση των υποκείμενων παθοφυσιολογικών μηχανισμών όσο και στην καλύτερη αντιμετώπιση των συγκεκριμένων ασθενών. Επιπλέον, ο συνδυασμός της θνησιμότητας με την ύπαρξη διαταραχής του αυτόνομου νευρικού συστήματος υποδεικνύει ότι οι ασθενείς οι οποίοι εμφανίζουν παθολογικές δοκιμασίες για διαταραχή του αυτόνομου νευρικού συστήματος αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου και χρήζουν στενότερης παρακολούθησης. Κατά καιρούς έχουν περιγραφεί διάφορες δοκιμασίες οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στην καλύτερη διαστρωμάτωση κινδύνου στους διαβητικούς ασθενείς. Επειδή η ταξινόμησή τους και ο τρόπος εκτέλεσής τους δεν έχει περιγραφεί ικανοποιητικά και με σαφήνεια, στην παρούσα ανασκόπηση γίνεται προσπάθεια ορθολογικής ταξινόμησης ανά ομάδες, η οποία θα βοηθήσει τον κλινικό ιατρό ώστε να γίνει κατανοητή η σημασία και ο τρόπος εφαρμογής τους στην καθημερινή κλινική πράξη. Επίσης, περιγράφονται με σαφήνεια οι κλινικές εκδηλώσεις της συγκεκριμένης διαταραχής και το πώς αυτές επηρεάζουν το καρδιο-αγγειακό σύστημα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Καρδιολογική Κλινική, 7ο Νοσοκομείο ΙΚΑ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Σακχαρώδης διαβήτης, δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, καρδιοκυκλοφορικό σύστημα, παρακλίνιες δοκιμασίες.
Αλληλογραφία: Αθ. Αντωνόπουλος, Καρδιολογική Κλινική, 7ο Νοσοκομείο ΙΚΑ, Καυτατζόγλου 11, 111 44 Αθήνα e-mail: athadon@gmail.com

Ν.Σ. Μακρής, Π.Κ. Μητσικώστας, Δ.Ν. Μώρης, Δ.Α. Καφετζής

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η νόσος με οσμή ούρων σαν σιρόπι σφενδάμου (MSUD) αποτελεί μια γενετική διαταραχή του μεταβολισμού η οποία προκύπτει από την ανεπάρκεια του συμπλέγματος της αφυδρογονάσης των διακλαδισμένων αμινοξέων (BCKDH). Μεταβιβάζεται με αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας και στο γενικό πληθυσμό είναι σπάνια. Ο μεταβολισμός των διακλαδισμένων αμινοξέων διακόπτεται στο επίπεδο των α-κετοξέων τα οποία συσσωρεύονται και προκαλούν την κλινική εικόνα της νόσου. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της MSUD περιλαμβάνει διάφορες στρατηγικές οι οποίες έχουν ως γενικό στόχο την αποκατάσταση και διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διατήρηση της συγκέντρωσης της λευκίνης, της ισολευκίνης, της βαλίνης και των παραγώγων τους εντός φυσιολογικών ορίων. Μέσω διαιτητικής αγωγής επιχειρείται περιορισμός της πρόσληψης των συγκεκριμένων αμινοξέων, ο μεταβολισμός των οποίων είναι διαταραγμένος. Επιπλέον, έχουν γίνει προσπάθειες να χορηγηθεί N-καρβαμυλο-γλουταμινικό οξύ. Τέλος, τα τελευταία χρόνια η προσοχή επικεντρώνεται στη μεταμόσχευση ήπατος, θεραπευτική προσέγγιση η οποία αναμένεται να ανοίξει νέους ορίζοντες στη θεραπεία και πρόγνωση της νόσου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Β΄ Παιδιατρική Κλινική, Nοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυ­ριακού», Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπι­στήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Νόσος με οσμή ούρων σαν σιρόπι σφενδάμου, διακλαδισμένα αμινοξέα, λευκίνη, μεταμόσχευση ήπατος.
Αλληλογραφία: N.Σ. Μακρής, Λουΐζης Ριανκούρ 32, 115 23 Athens, Greece e-mail: nikolasmak@yahoo.com

Δ.Ν. Μώρης,(1) Σ.Η. Γεωργόπουλος,(2) Ι.Π. Μπράμης (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η εκρηκτική ανάπτυξη που παρουσιάζει η αγγειοχειρουργική από τα μέσα του εικοστού αιώνα, συνδέεται αρρήκτως με την εξέλιξη και την ευρεία διαθεσιμότητα των αγγειακών μοσχευμάτων, που χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία για την αντικατάσταση ή την παράκαμψη των νοσούντων αρτηριακών τμημάτων. Τα μοσχεύματα ταξινομούνται ανάλογα με την προέλευσή τους σε βιολογικά και συνθετικά υποκατάστατα. Τα βιολογικά, αρτηριακά ή φλεβικά, διακρίνονται σε αυτόλογα (ταύτιση δότη-δέκτη), αλλομοσχεύματα (ο δότης με το δέκτη διαφέρουν, αλλά ανήκουν στο ίδιο είδος) και ξενομοσχεύματα όπου ο δότης με το δέκτη ανήκουν σε άλλο είδος. Τα συνθετικά μοσχεύματα κατασκευάζονται από υλικό Dacron και PTFE. Τέλος, τα νέα μοσχεύματα αναμένεται να μειώσουν την επαναστένωση, διατηρώντας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ικανοποιητική βατότητα στο αγγείο. Τα νέα βιοσυνθετικά μοσχεύματα αναμένεται να βελτιώσουν τη θεραπευτική προσέγγιση των αγγειακών παθήσεων λόγω των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν. Οι micro-RNAs αλληλουχίες είναι πολλά υποσχόμενες, ως ερευνητικό πεδίο της αθηρωματικής νόσου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1)Αγγειοχειρουργική Μονάδα, Α΄ Προπαιδευτική Χει­ρουργική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, ΠΓΝΑ «Ιπ­ποκράτειο», (2)A΄ Χειρουργική Κλινική, ΠΓΝΑ «Λαϊκό», Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Φλεβικό και αρτηριακό μόσχευμα, συνθετικά μοσχεύματα, ιστική βιοτεχνολογία, microRNAs, stem cells.
Αλληλογραφία: Δ.Ν. Μώρης, Αγγειοχειρουργική Μονάδα, Α΄ Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική, ΠΓΝΑ «Ιπποκράτειο», Αναστασίου Γενναδίου 56, 114 74 Αθήνα e-mail: dimmoris@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 3 Μάρτιος 2010

P. Antonopoulou,(1) J. Papassotiriou,(2) G. Mastorakos (3)

DESCRIPTION:
Atherosclerotic cardiovascular disease is the leading cause of morbidity and mortality in the western societies. Our understanding of atherosclerosis has shifted from a focal disease caused by severe vascular stenosis to a systemic disease characterized by endothelial dysfunction and plaque inflammation, with the potential for rupture and thrombosis. Multiple cardiovascular biomarkers are associated with increased cardiovascular disease risk. Lipoprotein-associated phospholipase A2 (Lp-PLA2) is a calcium independent serine lipase bound to LDL-cholesterol and appears to be relatively unique in its high specificity for plaque inflammation. In both primary and secondary prevention study populations, Lp-PLA2 was consistently associated with higher cardiovascular risk and the risk estimated appears to be relatively unaffected by adjustment for conventional risk factors. Furthermore, Lp-PLA2 has been shown to be independent of and complementary to high-sensitivity CRP (c-reactive protein). These study results combined with recommendations from the American Heart Association/Centers for Disease Control (AHA/CDC) and the National Cholesterol Education Program III (NCEP III) of USA suggest that Lp-PLA2 might be used in current clinical practice to refine risk prediction in those at intermediate cardiovascular risk and identify patients at high or very high risk who will benefit from intensification of lipid-modifying therapies.

INFORMATION:

Origin Center: (1)Alapis Medical Diagnostics SA, Alimos, (2)Department, of Clinical Biochemistry,“Agia Sophia” General Hospital of Athens, Athens, (3)2nd Department of Obstetrics and Gynecology, Medical School, University of Athens, Endocrine Unit, Diabetes and Metaboli
Keywords: Cardiovascular disease, biomarkers, Lp-PLA2.
Corresponding Author: G. Mastorakos, 2nd Department of Obstetrics and Gynecology, Medical School, University of Athens Εndocrine Unit, Diabetes and Metabolism, “Aretaieion” Hospital, 76 Vas. Sophias Ave., GR-115 28 Athens, Greece e-mail: mastorakg@ath.forthnet.gr

Kl. Tsamakidis, D. Dimitroulopoulos, D. Xinopoulos

DESCRIPTION:
Hepatocellular carcinoma (HCC) is the commonest primary malignant tumor of the liver. It is known to be the fifth commonest cancer in the world and the third most common cause of cancer mortality. HCC is a relentless tumor with a poor survival. There is wide geographic variability in its incidence. The great majority of liver cancer occurs in either sub-Saharan Africa or in Eastern Asia, with one country alone, China, accounting for over 50% of cases. Men are at higher risk than women. The incidence of HCC is age related, but the age distribution differs in different local regions of the world. Studies in migrant populations have clearly shown that first-generation immigrants carry with them the high incidence of HCC that is present in their native countries. However, in the second and subsequent generations the incidence decreases. The majority of cases occur as superimposed on pre-existing cirrhosis. The major well-established risk factors for HCC are chronic infection with HBV or HCV and consumption of alcohol.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Gastroenterology, “Agios Savvas” Hos­pital, Athens, Greece
Keywords: Hepatocellular carcinoma, epidemiology, risk factors.
Corresponding Author: Kl. Tsamakidis, 24 Drossini street, GR-143 43 Nea Halkidona, Athens, Greece e-mail: tsamdis@otenet.gr

Th.A. Papadas, A.M. Moraiti

DESCRIPTION:
Juvenile nasopharyngeal angiofibroma (JNA) is a rare, histologically benign, extremely vascular and local invasive tumor. It is usually located in the posterior and lateral wall of the nasopharynx and the nasal tube on the same side. It is often observed in adolescent males. Reccurent severe epistaxes accompanied by nasal obstruction are the typical symptoms of the tumor at the time of presentation. The pathogenesis of the disease is not well defined. The expression of collagen type I, III and especially type VI provides evidence that tumorgenesis begun from plexus remnants of the first branchial arch artery. Progesterone and androgen receptors are expressed in cells’ surface, while a good deal of growth and angiogenic growth factors play a predominant role in the tumor’s development. Several staging systems have been proposed such as these of Radkowski (1996) and Carrillo et al (2008). The diagnosis is based on the CT and MRI appearances which are always confirmed by angiography, while the dilation of spenopalatine foramen in CT is pathognomonic sign for the tumor’s presence. Endoscopy, biopsy in the operating room and 99mTc-RBC scintigraphy can confirm the presence of JNA. Due to the high recurrent rates after treatment a specific protocol should be followed for image follow-up and the patients must be treated according to each one’s case. The preoperative embolization is used to limit the blood supply of the tumor. Surgical resection remains the golden standard in JNA’s treatment. The endoscopic techniques are being used more and more these days due to the numerous advantages they can offer. The choice between open and endoscopic approach is based on the tumor’s stage. Less interventional techniques have been used such as flutamide-chemotherapy, classical radiotherapy, cyberknife application, gamma knife application and radiofrequency-induced thermotherapy (RFITT).

INFORMATION:

Origin Center: ENT Department, School, University of Patras, Patra, Greece
Keywords: Juvenile nasopharyngeal angiofibroma, radiotherapy, chemotherapy, surgical resection, imaging.
Corresponding Author: Th.A. Papadas, 24 Stefanou Granitsa street, GR-264 43 Patra, Greece e-mail: papadas@med.upatras.gr

E. Poulios, D. Linos

DESCRIPTION:
In this study we asses the techniques of scarless thyroidectomy by reviewing the literature and our preliminary experience in robotic-assisted thyroidectomy using a gasless transaxillary approach. There are several techniques as robotic and endoscopic approaches and their results have been published and analyzed. Thyroidectomy without scar in the neck seems to be feasible and safe with benefits in terms of cosmesis. The short and long-term results are similar to the open approach although they are not minimally invasive procedures but maximally invasive and there is a steep learning curve.

INFORMATION:

Origin Center: 1st Surgical Clinic, Department of Surgery, “Hygeia” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Minimal invasive thyroidectomy, endoscopic thyroidectomy, robotic thyroidectomy, scarless thyroidectomy, thyroidectomy via breast approach, thyroidectomy via transaxillary approach.
Corresponding Author: D. Linos, 7 Fragoklisias street, GR-151 25 Marousi, Athens, Greece e-mail: dlinos@hms.harvard.edu

Ath. Antonopoulos, Em. Pittaras

DESCRIPTION:
Cardiovascular autonomic neuropathy is a common finding in diabetic patients and mainly cause abnormalities in heart rate control and central and peripheral dynamics. Because diabetes mellitus is going to increase in industrialized societies the above phenomenon needs more attention and special evaluation from medical professionals. Cardiovascular autonomic neuropathy occurs in almost a quarter of patients with diabetes mellitus. From previous studies it is also known, that 5-year mortality rate is five times higher for individuals with cardiovascular autonomic neuropathy than for individuals without cardiovascular autonomic involvement. Accordingly, the investigation of autonomic neuropathy is also important either for better comprehension of the entity or for the clinical approach from the clinician. Moreover, the association of mortality and cardiovascular autonomic dysfunction indicates that individuals with abnormal autonomic function tests are candidates for close surveillance. By the time a several number of tests were described aiming for a better stratification of diabetic patients. The clinical manifestations of autonomic neuropathy usually has been linked to postural hypotension, exercise intolerance, enhanced intraoperative cardiovascular lability, in­creased incidence of asymptomatic ischemia and/or myocardial infarction and many others pathologies regarding cardiovascular system. It is also important to underline that the presence of autonomic dysfunction should alert the health care professional to search for associated risk factors of cardiovascular disease and implementation of an intense program to reduce these factors and thereby reduce the risk of mortality. In the present review we emphasized, apart form the clinical manifestations, the particular bedside tests which can perform to evaluate the above patients.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Cardiology, 7th IKA Hospital, Athens, Greece
Keywords: Diabetes, cardiovascular autonomic neuropathy, cardiovascular system, bedside evaluation tests.
Corresponding Author: Αth. Antonopoulos, Department of Cardiology, 7th IKA Hospital, 11 Kaftatzoglou street, GR-111 44 Athens, Greece e-mail: athadon@gmail.com

N.S. Makris, P.K. Mitsikostas, D.N. Moris, D.A. Kafetzis

DESCRIPTION:
Maple syrup urine disease (MSUD) is a genetic metabolic disorder that is caused by branched-chain α-ketoacid dehydrogenase complex (BCKDH) deficiency. It is an autosomal recessive disease and is rare in the general population. Branched-chain amino acids (BCAA) metabolism stops at the level of α-keto­acids (BCKA). BCAAs and BCKAs are accumulated and cause the clinical phenotype of the disease. MSUD treatment includes different strategies, which have the general aim to restore and maintain the normal functioning of the central nervous system. This is achieved by maintaining the concentration of leukine, isoleukine, valine and their derivatives within normal limits. Through dietary management we try to limit the intake of specific amino acids, whose metabolism is disturbed. Efforts have also been made to use N-carbamylglutamate. Finally, in recent years we have focused on liver transplantation, a therapeutic approach which should open new horizons in the treatment and prognosis.

INFORMATION:

Origin Center: 2nd Department of Pediatrics, “P. & A. Kyriakou” Children’s Hospital, Medical School, National and Kapodistrian University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Maple syrup urine disease, branched-chain amino acids, leukine, liver transplantation.
Corresponding Author: N.S. Makris, 32 Louizis Riankour street, GR-115 23 Athens, Greece e-mail: nikolasmak@yahoo.com

D.N. Moris,(1) S.E. Georgopoulos,(2) I.P. Bramis (1)

DESCRIPTION:
The explosive growth presented by vascular surgery since the middle of the twentieth century, is strongly associated with the development and the widespread availability of vascular grafts, which have been used successfully for replacement or to circumvent the sick arterial sections. The implants are classified according to their origin in biological and synthetic substitutes. The biological, arterial or venus, distinguished in autologous grafts (correlation among donor and receiver), allografts (the donor with the receiver differ, but belong in the same spieces) and xenografts where the donor with the receptor belong in different spieces. The synthetic grafts are manufactured by material Dacron and PTFE. Finally, the new grafts are expected to decrease the restenosis, maintaining for long time a satisfactory patency in the vessel. The new biosynthetic grafts are expected to play an important role to the future therapeutic approaches due to its advantages. Micro-RNA assays are promising especially as a field of research to approach the pathophysiology of vascular diseases.

INFORMATION:

Origin Center: (1)Vascular Surgery Unit, 1st Propedeutic Surgical Department, School of Medicine National &Kapo­distrian University of Athens, “Hippokrateion” Hospital, (2)1st Surgical Department, General Hospital “Laikon”, of Athens, Athens, Greece
Keywords: Venous and arterial graft, artificial grafts, tissue engineering, microRNAs, stem cells.
Corresponding Author: D.N. Moris, Vascular Surgery Unit 1st Propedeutic Surgical Department, School of Medicine, National & Kapodistrian Uni­versity of Athens, “Hippokrateion” 56 An. Gennadiou street, GR-114 74 Athens, Greece e-mail: dimmoris@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 4 Απρίλιος 2010

Δ.Ν. Μώρης, Κ.Ε. Καλλιανίδης, Αρ.Ι. Αντσακλής

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η τεχνική του φρουρού-λεμφαδένα αποτελεί διαγνωστική προσέγγιση σε ολοένα και περισσότερα νεοπλάσματα, όπως ο καρκίνος του μαστού, το μελάνωμα και πρόσφατα ο γαστρικός καρκίνος. Όσον αφορά στους γυναικολογικούς καρκίνους, πέραν του μαστού, εφαρμόζεται η τεχνική με ενδιαφέροντα αποτελέσματα στον καρκίνο του αιδοίου, του ενδομητρίου και του τραχήλου της μήτρας. Οι πρώτες βιβλιογραφικές αναφορές για τον τελευταίο προσδιορίζονται το 2002–2003, ενώ μέχρι το 2007 τα αποτελέσματα της εφαρμογής της μεθόδου ήταν επουσιώδη. Τη διετία 2007–2008 παρουσιάστηκαν μελέτες που προσδιόριζαν κάποια πλεονεκτήματα, συνοδευόμενες με μεγάλο ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων. Η τεχνική του λεμφαδένα φρουρού είναι πιο ακριβής στον προσδιορισμό λεμφαδενικής μεταστατικής νόσου, κυρίως σε ασθενείς με ασυνήθεις ή μη αναμενόμενες περιοχές, καθώς επίσης βοηθά και στον εντοπισμό μικρομεταστάσεων και μεμονωμένων καρκινικών κυττάρων. Η παρουσία ή απουσία του HPV στο λεμφαδένα φρουρό επηρεάζει την αρνητική και θετική προγνωστική αξία για την ύπαρξη λεμφαδενικών μεταστάσεων και υποτροπών. Για την τεχνική εγείρονται εύλογες ανησυχίες για την εφαρμογή της, με κύριες ενστάσεις, την επαναληψιμότητα, την ασφάλεια καθώς και πιο τεχνικά θέματα, όπως το βάθος έγχυσης του ισοτόπου και τους ιχνηθέτες εκλογής. Γι’ αυτό προτείνεται, από μέρος της επιστημονικής κοινότητας, η ευρύτερη εφαρμογή της μεθόδου μόνο στα πλαίσια κλινικών δοκιμών.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Κέντρο Προέλευσης: Α΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθη­νών, ΠΓΝΑ «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Φρουρός-λεμφαδένας, καρκίνος τραχήλου μήτρας, πρώιμο στάδιο, λεμφαγγειογένεση, ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, βιοψία.
Αλληλογραφία: Δ.Ν. Μώρης, Γενναδίου 56, 114 74 Αθήνα, e-mail: dimmoris@yahoo.com

Χρ. Πιπιλή (1), Ευ. Χολόγκιτας (2), Γ. Ηλονίδης (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η χρόνια ηπατίτιδα C εμπλέκεται στην παθογένεια της νεφρικής ανεπάρκειας με τη μεσολάβηση κρυοσφαιρινών που οδηγούν σε χρόνια νεφρική νόσο. Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις αφορούν στο σπείραμα με εμφάνιση πρωτεϊνουρίας και αιματουρίας με ή χωρίς επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Ωστόσο, οι κύριοι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί για τη δημιουργία και εξέλιξη της νεφρικής βλάβης δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί και τα φαρμακευτικά σχήματα ποικίλλουν. Επιπλέον, η χρόνια ηπατίτιδα C είναι συχνή σε ασθενείς με υποκατάσταση νεφρικής λειτουργίας (ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου που βρίσκονται υπό αιμοκάθαρση ή έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού) και ασκεί αρνητική επίδραση στη θνησιμότητά τους, αφού ασφαλή και αποτελεσματικά φαρμακευτικά δοσολογικά σχήματα δεν έχουν ακόμη τεκμηριωθεί και η νοσοκομειακή μετάδοση συνεχίζει να υφίσταται. Η μονοθεραπεία με ιντερφερόνη φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική από ό,τι στους μη ουραιμικούς ασθενείς, ενώ η ριμπαβιρίνη σπάνια δίνεται λόγω της αιμολυτικής της δράσης. Λόγω της έλλειψης νεφρικών μοσχευμάτων και με δεδομένο ότι οι λήπτες HCV θετικών νεφρικών μοσχευμάτων έχουν καλύτερη επιβίωση από ό,τι ήταν αιμοκαθαιρόμενοι ή περίμεναν στη λίστα, η παγκόσμια κοινότητα προτείνει την αξιοποίηση των HCV θετικών νεφρικών μοσχευμάτων επιφέροντας προβληματισμούς και αντικρουόμενες απόψεις. Στην παρούσα ανασκόπηση περιγράφονται οι κυριότερες νεφρικές εκδηλώσεις της ΗΠC, τα επιδημιολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της στο πληθυσμό των νεφροπαθών και σχολιάζονται οι περιορισμοί και οι ανεπάρκειες των σύγχρονων θεραπευτικών σχημάτων.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Νεφρολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, ΠΓΝΑ «Αρε­ταίειο», Αθήνα, (2) Δ΄ Παθολογική Κλινική, Αρι­στο­τέλειο Πανεπιστήμιο, «Ιπποκράτειο» Γενικό Νο­σοκομείο, Θεσσαλονίκη
Λέξεις Κλειδιά: Χρόνια ηπατίτιδα C, χρόνια νεφρική νόσος, αιμοκάθαρση, μεταμόσχευση νεφρού.
Αλληλογραφία: Χρ. Πιπιλή, Μεσολογγίου 42, 122 42 Αιγά­λεω, Αθήνα • e-mail: chrisapi2001@yahoo.gr

Σ.Π. Ντουράκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Μέχρι το 5% των κυήσεων επιπλέκεται από κάποια ηπατοπάθεια. Τα ηπατικά προβλήματα της εγκυμοσύνης είτε είναι μοναδικά οφειλόμενα σε αυτήν, είτε αποδίδονται σε μη σχετιζόμενη με την κύηση ηπατική νόσο. Οι ηπατοπάθειες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη (Υπερεμεσία, Ενδοηπατική χολόσταση, Προεκλαμψία-εκλαμψία, Σύνδρομο HELLP, Έμφρακτο/Αιμάτωμα/Ρήξη, Οξύ λιπώδες ήπαρ) είναι οι συχνότερες και απειλούν την επιβίωση της μητέρας και του παιδιού. Οι ηπατικές αυτές νόσοι αποτελούν επιπλοκές της κύησης και κατατάσσονται αναλόγως της συνύπαρξης προεκλαμψίας. Με την προ­εκλαμψία συνυπάρχουν η ηπατική προσβολή από την ίδια, το σύνδρομο HELLP και το οξύ λιπώδες ήπαρ της κύησης. Δε συσχετίζονται με την προεκλαμψία η υπερεμεσία και η ενδοηπατική χολόσταση. Αυτές οι διαταραχές συμβαίνουν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η θεραπευτική αντιμετώπιση των παραπάνω νοσημάτων γίνεται με την πρόκληση τοκετού και τη συμπτωματική αντιμετώπιση. Η επιβίωση της μητέρας και του εμβρύου βελτιώθηκαν σημαντικά με την κατανόηση της παθογένειας των νοσημάτων και τη σωστή κλινική αντιμετώπιση από εξειδικευμένους ιατρούς σε ειδικά κέντρα. Στην ανασκόπηση αυτή αναφέρονται η επιδημιολογία, η παθοφυσιολογία, η διάγνωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση των ηπατοπαθειών που οφείλονται στην εγκυμοσύνη.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Β΄ Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΠΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Υπερεμεσία κύησης, ενδοηπατική χολόσταση κύησης, προεκλαμψία-εκλαμψία, σύνδρομο HELLP, αιμάτωμα ήπατος, έμφρακτο ήπατος, ρήξη ήπατος, οξύ λιπώδες ήπαρ κύησης, εγκυμοσύνη.
Αλληλογραφία: Σ.Π. Ντουράκης, Αχαΐας 28, 115 23 Αθήνα • e-mail: spdour@med.uoa.gr

Κ. Πλοιαρχοπούλου, Δ. Πεκτασίδης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το χοριοκαρκίνωμα αποτελεί δυνητικά ιάσιμη νόσο που πρέπει να αντιμετωπίζεται από εξειδικευμένες ομάδες ιατρών. Η συνήθης κλινική εικόνα του είναι η μητρορραγία, το κοιλιακό άλγος και η ψηλαφητή μάζα, ενώ σε μικρό ποσοστό ασθενών τα ευρήματα σχετίζονται με την παρουσία απομακρυσμένων μεταστάσεων. Η διάγνωσή του βασίζεται σε κλινικά δεδομένα και σε μετρήσεις της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (b-HCG) ορού και ούρων, καθώς έχει φανεί ότι τα επίπεδά της είναι ενδεικτικά του φορτίου της νόσου, ενώ οι τιμές της επιτρέπουν την παρακολούθηση και την ανταπόκριση της νόσου στη θεραπεία. Τα δραστικότερα φάρμακα στο χοριοκαρκίνωμα είναι η ετοποσίδη, η υδροξυουρία, η 6-μερκαπτοπουρίνη, η μεθοτρεξάτη, η λευκοβορίνη, η ακτινομυκίνη-D, η βινκριστίνη και η κυκλοφωσφαμίδη. Τέλος, η αποτελεσματικότητα παραγόντων που αναστέλλουν μοριακές οδούς έχει φανεί σε πειραματικά μοντέλα και κυτταρικές σειρές, αλλά η χρησιμότητά τους στον άνθρωπο παραμένει να διερευνηθεί.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Ογκολογική Μονάδα, Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, ΠΓΝΑ «Αττικόν», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Τροφοβλαστική νόσος, χοριοκαρκίνωμα, β-χοριακή γοναδοτροπίνη, χημειοθεραπεία, στοχεύουσα θεραπεία.
Αλληλογραφία: Κ. Πλοιαρχοπούλου, Ρίμινι 1, 124 61 Χαϊ­δάρι, Aθήνα • e-mail: kpliarch@otenet.gr

Γ.Χ. Σακοράφας, Ειρ. Παππά

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι νόσοι του θυρεοειδούς (κυρίως η βρογχοκήλη) είναι γνωστές εδώ και 3500 έτη. Φυσικά, οι γνώσεις σχετικά με τη φυσιολογία των νόσων ήταν περιορισμένες εκείνη την εποχή. Η ιδέα της χειρουργικής του θυρεοειδούς γεννήθηκε στην αρχαιότητα αλλά περιορίσθηκε σε σπάνιες απόπειρες αφαίρεσης τμημάτων από διογκωμένους θυρεοειδείς αδένες, σε περιπτώσεις επικείμενου θανάτου από ασφυξία ή σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις διαπύησης του αδένα. Όπως και σε άλλους τομείς της χειρουργικής, έτσι και η χειρουργική του θυρεοειδούς περιορίσθηκε από πολλά προβλήματα, όπως έλλειψη αναισθησίας, αντισηψίας και κατάλληλων οργάνων, όπως οι αγγειο­λαβίδες (πολλοί θάνατοι μετά από επεμβάσεις θυρεο­ειδούς οφείλονταν σε μετεγχειρητική αιμορραγία ή λοίμωξη). Μεγάλη πρόοδος στη χειρουργική του θυρεοειδούς σημειώθηκε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η πρόοδος επιταχύνθηκε, με τη συμβολή πρωτοπόρων Ευρωπαίων και Αμερικανών χειρουργών. Η σύγχρονη αντίληψη στη χειρουργική του θυρεοειδούς καθιερώθηκε το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, όπου νέες απεικονιστικές μέθοδοι και τεχνολογικές εξελίξεις (συμπεριλαμβανομένων και των εξελίξεων στη μοριακή βιολογία), οδήγησαν τη χειρουργική του θυρεοειδούς στη νέα χιλιετία.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: 4η Χειρουργική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΠΓΝΑ «Αττικόν», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Θυρεοειδής, καρκίνος, χειρουργική, αντισηψία, αιμορραγία, μόλυνση.
Αλληλογραφία: Γ.Χ. Σακοράφας, Αρκαδίας 19–21, 115 26 Αθήνα • e-mail: georgesakorafas@yahoo.com

Ι. Σκόνδρας, Κ. Βελαώρας, Ε. Χριστιανάκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η συστροφή επιπλοϊκής απόφυσης αποτελεί μια ασυνήθη αιτία κοιλιακού άλγους στα παιδιά και τους ενήλικες. Η διαφορική διάγνωση καθώς και η κατάλληλη αντιμετώπιση αποτελεί δίλημμα για το χειρουργό κυρίως λόγω της απουσίας ειδικών παθογνωμικών σημείων και συμπτωμάτων. Η διάγνωση βασιζόμενη μόνο στην κλινική εξέταση είναι σχεδόν αδύνατη, γι’ αυτό επιπλέον απεικονιστικός έλεγχος που περιλαμβάνει υπερηχογράφημα, αξονική ή και μαγνητική τομογραφία είναι επιβεβλημένος. Παρουσιάζονται 2 περιπτώσεις θήλεων ασθενών, 7 και 8 χρονών αντίστοιχα, με σημεία και συμπτώματα οξείας κοιλίας. Η διάγνωση της συστροφής επιπλοϊκής απόφυσης και στις δυο περιπτώσεις έγινε διεγχειρητικά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Παιδοχειρουργικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Παί­δων Πεντέλης, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Επιπλοϊκή απόφυση, οξεία κοιλία, παιδιά.
Αλληλογραφία: I.K. Σκόνδρας, Ήβης 11, 152 34 Χαλάνδρι, Αθήνα • e-mail: skondras@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχος 4 Απρίλιος 2010

D.N. Moris, K.E. Kallianidis, A.I. Antsaklis

DESCRIPTION:
Sentinel node detection technique is a challenging diagnostic procedure in many malignancies nowadays, such as breast cancer, melanoma, and recently, gastric cancer. A far as the gynecological cancers are concerned, beyond the breast cancer, the procedure may take place with interesting results in vulvar, uterine and cervical cancer. The first references for the latter one were indentified in 2002–2003, but since 2007 the results of the studies were not significant. During the next two years several studies presented specific advantages of this technique combined with high rate of false negative results. Sentinel node biopsy technique is shown to evaluate more accurate the nodes with metastatic disease in unusual or unexpected areas as well as the identification of micrometastases or isolated cancer cells. Absence of HPV in sentinel nodes showed reliable negative predictive value for lymph node metastasis and recurrence. Questions are raised for the reproducibility, the safety of the procedure as well as for more technical issues such as the scientist responsible for the procedure, the depth of the infusion, and what kind of dye and isotope will be used. Further application of the method in clinical trials is suggested, before applying it in daily practice.

INFORMATION:

Origin Center: 1st Department of Obstetrics and Gynecology, Medical School, National and Kapodistrian University of Athens, “Alexandra” General Hospital of Athens, Greece
Keywords: Sentinel node, uterine cervical cancer, early staging, lymphangiogenesis, false positive results, biopsy.
Corresponding Author: D.N. Moris, 56 Gennadiou street, GR-114 74 Athens, Greece, e-mail: dimmoris@yahoo.com

Chr. Pipili (1), Ev. Cholongitas (2), G. Ilonidis (2)

DESCRIPTION:
The most frequent kidney disease associated with chronic hepatitis C virus (HCV) infection is membranoproliferative glomerulonephritis in patients (pts) with type II mixed cryoglobulinemia. The principal clinical manifestations of glomerular disease in HCV-infected pts are the presence of proteinuria and hematuria with or without impaired kidney function. Pharmaceutical regimens vary, because the main pathogenesis of renal dysfunction often mediated by cryo­globulins has not been fully elucidated. HCV infection remains common in pts on renal replacement therapy (pts on chronic hemodialysis as well as renal transplant pts) and has an adverse impact on their survival. Safe and effective pharmaceutical regimens have not been yet established and nosocomial spread within dialysis units continues to occur. Monotherapy with conventional interferon for HCV infection is probably more effective in dialysis than in non uremic pts, while experience with ribavirin is limited due to its adverse hemolytic effect. Based on shortage of cadaver kidneys and the fact that HCV renal transplant recipients have better survival than stay on maintenance haemodialysis or at list for transplantation. Health organization proposed the use of cadaver kidneys from anti-HCV-positive donors, bringing up concerns and conflicting views. This present review describes the main renal manifestations of HCV infection, the epidemiological and clinical characteristics of chronic kidney disease population and comment the limitations and the shortcomings of current therapeutical regiments.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Department of Nephrology, Medical School, “Areteio” General Hospital of Athens, (2) 4th Department of Internal Medicine, Medical School of Aristotle University, “Hippo­kration” General Hospital of Thessaloniki, Greece
Keywords: HCV infection, chronic kidney disease, hemodialysis, renal transplantation.
Corresponding Author: Chr. Pipili, 42 Mesologiou street, GR-122 42 Egaleo, Athens, Greece • e-mail: chrisapi2001@yahoo.gr

S.P. Dourakis

DESCRIPTION:
Up to 5% of all pregnancies are complicated by someone liver disorder. Liver disease in pregnancy can be related or unrelated to pregnancy. Pregnancy-related liver diseases (Hyperemesis gravidarum, intrahepatic cholestasis, proeclampsia/eclampsia, hemolysis (H), elevated liver tests (EL), and low platelet count (LP) HELLP syndrome, hepatic hemorrhage/infarction/rupture, acute fatty liver) are the most frequent cause of liver dysfunction in pregnancy and provides a real threat to fetal and maternal survival. These liver diseases unique to the pregnant state fall into 2 main categories depending on their association with or without preeclampsia. The preeclampsia-associated liver diseases are pre-eclampsia itself, the HELLP syndrome, and acute fatty liver of pregnancy. Hyperemesis gravidarum and intrahepatic cholestasis of pregnancy have no relationship to pre-eclampsia. These disorders typically occur at specific times during the course of pregnancy. Treatment of pregnancy-specific liver disorders usually involves delivery of the fetus and supportive care. Maternal and fetal survival has improved because of better understanding of the pathogenesis of these disorders and higher standards of clinical care by experienced physicians in specialised centres. This article reviews the epidemiology, pathophysiology, diagnosis, and management of liver diseases related to pregnancy.

INFORMATION:

Origin Center: 2nd Department of Medicine, Medical School, University of Athens, “Hippokration” General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Hyperemesis graviduram, intrahepatic cholestasis of pregnancy, proeclampsia/eclampsia, HELLP syndrome, hepatic hemorrhage, hepatic infarction, hepatic rupture, acute fatty liver of pregnancy, pregnancy.
Corresponding Author: S.P. Dourakis, 28 Achaias street, GR-115 23 Athens, Greece • e-mail: spdour@med.uoa.gr

K. Pliarchopoulou, D. Pectasides

DESCRIPTION:
Choriocarcinoma is a potentially curable disease which should be managed by multidisciplinary medical teams. It usually presents with uterine bleeding, abdominal pain or a palpable mass but, in a minority of the patients, the clinical findings may be associated with metastatic disease. The diagnosis is based on clinical examination and β-chorionic gonadotrophin (b-HCG) levels, which are indicative of the tumor burden and the response to treatment and are useful in the follow-up of the disease. The treatment consists of chemotherapeutic agents, such as, methotrexate, leucovorin, actinomycinD, vincristine, cyclophosphamide, etoposide and 6-mercaptopurine. Lastly, the efficacy of targeted agents inhibiting molecular pathways has been demonstrated in cell lines and experimental models, but their role in clinical practice remains to be further explored.

INFORMATION:

Origin Center: Ongcology Unit, 2nd Propedeutic Clinic of Internal Medicine, “Αttikon” General Hospital, Athens, Greece
Keywords: Trophoblastic disease, choriocarcinoma, β-chorionic gonadotrophin, chemotherapy, targeted therapy.
Corresponding Author: K. Pliarchopoulou, 1 Rimini street, GR-124 61 Haidari, Athens, Greece • e-mail: kpliarch@otenet.gr

G.H. Sakorafas, I. Pappa

DESCRIPTION:
Thyroid diseases (mainly goiter) were known for more than 3500 years. Knowledge about the exact nature of these diseases was of course limited at that time. Thyroid surgery was conceived by the ancients but was limited to rare attempts to remove part of enlarged thyroid glands in cases of impeding death from suffocation or in very rare cases of suppurating thyroids. Like other fields of surgery, thyroid surgery was limited due to many problems, like the lack of anesthesia, antisepsis, appropriate instruments and mainly artery forceps (many deaths following thyroid surgery were due to severe postoperative hemorrhage or infection). Much of the progress in thyroid surgery occurred in Europe during the second half of the 19th century. During the first half of the 20th century, the evolution of thyroid surgery accelerated significantly due to the contribution of pioneer European and American surgeons. Current status of thyroid surgery was formulated during the last quarter of the 20th century, when modern imaging methods and technological advances (including progress in applied molecular biology) have brought thyroid surgery into the new millennium.

INFORMATION:

Origin Center: 4th Department of Surgery, Medical School, Athens University, “Attikon” General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Thyroid, cancer, surgery, antisepsis, hemorr­hage, infection.
Corresponding Author: G.H. Sakorafas, 19–21 Arkadias street, GR-115 26 Athens, Greece • e-mail: georgesakorafas@yahoo.com

Ι. Skondras, C. Velaoras, E. Christianakis

DESCRIPTION:
Torsion of an epiploic appendage is an uncommon cause of abdominal pain in pediatric and adult patients. Differential diagnosis and appropriate therapy is a dilemma for surgeons because of nonspecific signs and symptoms. Diagnosis based on clinical examination alone is nearly impossible, and therefore adjunctive radiographic measures are necessary to aid in the diagnosis, including ultrasound, computed and magnetic tomography. We present two cases of 7 and 8-year-old girls respectively with signs and symptoms of acute abdomen. Diagnosis in both cases was achieved intraoperatively.

INFORMATION:

Origin Center: Pediatric Surgical Department, Pedeli Children’s Hospi­tal, Athens, Greece
Keywords: Epiploic appendage, acute abdomen, children.
Corresponding Author: I.C. Skondras 11 Ivis street Chalandri, GR-152 34 Athens, Greece • e-mail: skondras@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχη 5–6 Μάϊος-Ιούνιος 2010

Γ. Διονέλλης (1), Γ. Χαρδαβέλλα (1), Χ. Κωστόπουλος (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Με την πρόοδο της τεχνολογίας και τα αλματώδη βήματα στη φαρμακευτική έρευνα, έχουν εφευρεθεί νέοι φαρμακευτικοί παράγοντες και θεραπευτικές παρεμβάσεις που διευκολύνουν και σε άλλες περιπτώσεις επιταχύνουν τη θεραπεία και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των αναπνευστικών ασθενών. Η συγκεντρωτική αξιολόγηση αυτών των μεταδιδόμενων πληροφοριών καθίσταται απαραίτητη και χρήσιμη τόσο για τους ειδικούς όσο και για τους γενικούς ιατρούς. Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης είναι να παρουσιάσει τις νεότερες θεραπευτικές εξελίξεις του τελευταίου έτους (2009) στο χώρο της Πνευμονολογίας και συγκεκριμένα στα ακόλουθα νοσήματα: χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, βρογχικό άσθμα, φυματίωση, γρίπη Η1Ν1, κυστική ίνωση, πνευμονική ίνωση, πνευμονική υπέρταση, σύνδρομο απνοιών στον ύπνο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων Αναπνευστικού, Α΄ Πνευ­μονολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», (2) Πνευμονολογικό Τμή­μα, Θεραπευτική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανε­πιστήμιο Αθηνών, ΠΓΝΑ «Αλεξάνδρα», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Νοσήματα αναπνευστικού, θεραπευτικές εξελίξεις, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, βρογχικό άσθμα, φυματίωση, γρίπη Η1Ν1, κυστική ίνωση, πνευμονική ίνωση, πνευμονική υπέρταση, σύνδρομο απνοιών στον ύπνο.
Αλληλογραφία: Γ. Χαρδαβέλλα, Γαρυτού 122, 153 43 Αγία Παρασκευή, Αθήνα • e-mail: georgiahardavella@hotmail.com

Σ.Π. Ντουράκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:

Μέχρι το 5% των κυήσεων επιπλέκονται από κάποια ηπατοπάθεια. Τα ηπατικά προβλήματα της εγκυμοσύνης είτε είναι μοναδικά οφειλόμενα σε αυτήν, είτε οφείλονται σε προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, είτε οφείλονται σε οξεία ηπατοπάθεια ανεξάρτητα από την εγκυμοσύνη. Χρόνια ηπατικά νοσήματα που περιλαμβάνουν χολοστατικές ηπατοπάθειες, αυτοάνοση ηπατίτιδα, νόσο του Wilson, ιογενή ηπατίτιδα, όγκοι του ήπατος και κίρρωση μπορεί να συνυπάρχουν με την εγκυμοσύνη. Η φυσική πορεία των χρόνιων ιογενών ηπατιτίδων (Β, C και D) δεν επηρεάζεται ιδιαιτέρως από την κύηση. Ο κίνδυνος περιγεννητικής μετάδοσης εξαρτάται κυρίως από τα επίπεδα ιαιμίας της μητέρας ή την HIV συλλοίμωξη για την HCV λοίμωξη. Η εγκυμοσύνη σε γυναίκες με ηπατική κίρρωση είναι ασυνήθης. Τα ποσοστά πρόωρων τοκετών και νεογνικών θανάτων είναι αυξημένα. Σε καλώς αντιρροπούμενη ηπατική κίρρωση και σε ήπια πυλαία υπέρταση η κύηση έχει συνήθως καλή πορεία και δεν επιδρά δυσμενώς στη νόσο. Σε μη αντιρροπούμενη κίρρωση, επιβάλλεται άμεση διακοπή της κύησης αφού το 50% των γυναικών εμφανίζουν επιπλοκές. Η κύηση μετά από μεταμόσχευση ήπατος είναι γενικά ασφαλής για τη μητέρα και το παιδί όταν η προ επέμβασης λειτουργία του μοσχεύματος είναι επαρκής και η ανοσοκασταλτική θεραπεία συνεχίζεται ανελλιπώς. H αντιμετώπιση των ηπατικών νοσημάτων απαιτεί συνεργασία μαιευτήρων και γαστρεντερολόγων/ηπατολόγων. Η παρούσα ανασκόπηση αναφέρεται στις ηπατοπάθειες που μπορεί να υπάρξουν κατά την εγκυμοσύνη και δε συσχετίζονται με αυτή.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Β΄ Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΠΝΑ «Ιπποκράτειο», Αθήνα

Λέξεις Κλειδιά: Eγκυμοσύνη, χρονία ηπατίτιδα, κίρρωση, πυλαία υπέρταση, μεταμόσχευση ήπατος, νεοπλάσματα ήπατος.

Αλληλογραφία: Σ.Π. Ντουράκης, Αχαΐας 28, 115 23 Αθήνα • e-mail: spdour@med.uoa.gr

Ν. Παΐσιος (1), Β. Αντωνοπούλου (2), Ά. Πεφάνης (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η ανοσοκαταστολή αποτελεί μείζονα παράγοντα ενεργοποίησης λανθάνουσας φυματίωσης (LTBI), γιατί πλήττει τους φυσικούς ανοσολογικούς μηχανισμούς ενάντια στη φυματίωση (ΤΒ). Οι ανοσοκατασταλμένοι έχουν 10% ετήσια πιθανότητα ΤΒ λοίμωξης. Κύριοι παράγοντες ανοσοκαταστολής είναι η λήψη κορτικοειδών και αντι-TNFα παραγόντων και ο HIV. Η διάρκεια και η δοσολογία της κορτικοθεραπείας ευθύνονται για την αύξηση του σχετικού κινδύνου ανάπτυξης ΤΒ, που στους κορτικοεξαρτώμενους εκδηλώνεται ως κεγχροειδής, με υψηλή θνητότητα, ή με εξωπνευμονικές μορφές. Η σχέση της ΤΒ με τους αντι-TNFα παράγοντες είναι περισσότερο μελετημένη και εξηγείται από τη συμμετοχή του TNF στους μηχανισμούς άμυνας στην ΤΒ. Πρόκειται συνήθως για αναζωπύρωση LTBI με άτυπες εξωπνευμονικές μορφές. Πριν από την έναρξη θεραπείας με αντι-TNFα προηγείται έλεγχος για LTBI και επί θετικότητάς του γίνεται έναρξη αντιφυματικής θεραπείας. Προς τούτου έχουν προταθεί θεραπευτικοί αλγόριθμοι από τη Βρετανική Πνευμονολογική Εταιρεία (BTS). Το 1/3 των ατόμων με HIV έχουν συλλοίμωξη από ΤΒ. Η προκαλούμενη, από τον HIV, ανεπάρκεια λεμφοκυττάρων/μονοκυττάρων ευθύνεται για την επίπτωση της ΤΒ στους HIV+ ασθενείς. Η κλινική εικόνα εξαρτάται από το βαθμό της ανοσοκαταστολής. Στα αρχικά στάδια προσομοιάζει εκείνης των μη ανοσοκατασταλμένων. Σε προχωρημένα στάδια προέχουν οι άτυπες μορφές. Το φλεγμονώδες σύνδρομο ανοσολογικής αποκατάστασης (IRIS) είναι παράδοξη επιδείνωση μετά από ισχυρή αντιρετροϊκή αγωγή, λόγω αποκατάστασης της άμυνας του οργανισμού. Εκδηλώνεται και ως αποκάλυψη ενεργού νόσου σε μη προηγουμένως διαγνωσθείσα ΤΒ.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Παθολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», Αθή­να, (2) Μικροβιολογικό Εργαστήριο, Νοσοκομείου Καλα­μάτας, Καλαμάτα
Λέξεις Κλειδιά: Φυματίωση, λανθάνουσα φυματική λοίμωξη, ανοσοκαταστολή, κορτικοειδή, αντι-TNFα, HIV, νοσήματα κολλαγόνου, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, μεταμόσχευση, IRIS, LTBI.
Αλληλογραφία: Ν.Π. Παΐσιος, Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Η Σωτηρία», Λ. Μεσογείων 152, 115 27 Αθήνα • e-mail: paissios@gmail.com

Α. Παπαδόπουλος (1), Κ. Μπαρτζιώκας (1), Ε. Ζακυνθινός (2), Δ. Μ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο η τάση για αντιμετώπιση των ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση, έξω από τα ‘φυσικά’ όρια των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, στα τμήματα δηλαδή που ήδη νοσηλεύονται οι ασθενείς αυτοί, με τη συμμετοχή έμπειρου και εξειδικευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού κυρίως προσωπικού. Έτσι, ιδρύθηκαν οι ομάδες αντιμετώπισης κρίσιμων περιστατικών οι οποίες έχουν ως κύριο σκοπό την αποφυγή –εάν αυτό είναι εφικτό– διακομιδής του ασθενούς στη μονάδα εντατικής θεραπείας και την εξασφάλιση παροχής της κατάλληλης φροντίδας στο τμήμα το οποίο νοσηλεύεται. Μέσα από τη δημοσιευμένη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία προκύπτουν σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς και τα συστήματα υγείας και ταυτόχρονα όμως αναδεικνύονται διάφορα προβλήματα μέσα από τη λειτουργία του θεσμού αυτού. Η ίδρυση αυτών των ομάδων αντιμετώπισης κρίσιμων περιστατικών είναι πιθανό να συμβάλει στην αύξηση της ενδονοσοκομειακής επιβίωσης, έχοντας σημαντικά κοινωνικο-οικονομικά οφέλη για τον ασθενή και το σύστημα υγείας, κυρίως μέσα από τη μείωση του αριθμού των ασθενών που εισάγονται στις ΜΕΘ από τα διάφορα τμήματα του νοσοκομείου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Πνευμονολογικό Τμήμα, ΓΝ «Αμαλία Φλέμινγκ», Αθήνα, (2) Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, Περιφεριακό Πανεπιστημιακό ΓΝ Λάρισας, Λάρισα
Λέξεις Κλειδιά: Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, ΜΕΘ, ομάδα κρίσης, βαρέως πάσχων ασθενής.
Αλληλογραφία: Α. Παπαδόπουλος, Ανθίμου Γαζή 13, 151 25 Μαρούσι, Αθήνα

Ά. Πουπάλου, Γ. Σκόνδρας, Π. Νικολαΐδης, Μ. Σκλάβος, Γ. Πετούσης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
H απόφυση του Meckel (ΑΜ) αποτελεί την πιο συχνή συγγενή ανωμαλία του γαστρεντερικού συστήματος. Αν και συνήθως ασυμπτωματική, μπορεί να δώσει συμπτωματολογία στο 4% του πληθυσμού. Λόγω της ποικιλομορφίας των κλινικών εκδηλώσεων συνήθως είναι δύσκολο να διαγνωσθεί προεγχειρητικά. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν δύο βρέφη, 5 και 6 μηνών, τα οποία εμφάνισαν επιπλοκή της ΑΜ, συγκεκριμένα, αιμορραγία κατώτερου πεπτικού με αιμοδυναμική αστάθεια και οξεία κοιλία λόγω φλεγμονής και ρήξης αντίστοιχα. Παρουσιάζονται τα κλινικά ευρήματα και συζητείται η διαγνωστική προσπέλαση και η τελική, χειρουργική αντιμετώπιση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: A΄ Παιδοχειρουργικό Tμήμα, Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Π & Α Κυριακού», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Μεκέλλειος απόφυση, βρέφος, οξεία κοιλία, αιμορραγία γαστρεντερικού
Αλληλογραφία: Ά. Πουπάλου, Μυκόνου 3–5, 157 72 Ζωγρά­φου, Αθήνα • e-mail: apoupalou@gmail.com

ΤΟΜΟΣ 97 Τεύχη 5–6 Μάϊος-Ιούνιος 2010

G. Dionellis (1), G. Hardavella (1), Ch. Kostopoulos (2)

DESCRIPTION:
Recent advances in technology and novel pharmaceutical research findings have added new grounds in the fields of medical treatment and improvement in patients’ quality of life. Collective assessment of new data is mandatory and useful for both specialist medical doctors and general practitioners. This review aims to present the latest therapeutic developments of the past year (2009) in Pneumonology regarding the following diseases: chronic obstructive pulmonary disease, bronchial asthma, tuberculosis, influenza type A (H1N1), cystic fibrosis, pulmonary fibrosis, pulmonary hypertension, obstructive sleep apnoea syndrome.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Special Respiratory Infections Unit, 1st Department of Respiratory Medicine, Medical School, University of Athens, Athens Chest Diseases Hospital “Sotiria”, (2) Department of Respiratory Medicine, Department of Clinical Therapeutics, Medical School, U
Keywords: Respiratory diseases, therapeutic advances, chronic obstructive pulmonary disease, bronchial asthma, tuberculosis, influenza type (H1N1), cystic fibrosis, pulmonary fibrosis, pulmonary hypertension, obstructive sleep apnoea syndrome.
Corresponding Author: G. Hardavella, 122 Garytou street, GR-153 43 Agia Paraskevi Athens, Greece • e-mail: georgiahardavella@hotmail.com

S.P. Dourakis

DESCRIPTION:
Up to 5% of all pregnancies are complicated by someone liver disorder. These liver diseases in pregnancy can be related or unrelated to pregnancy. Liver disease unrelated to pregnancy can be further classified into pre-existing disorders that might become active during pregnancy and those co-incident with pregnancy. Chronic liver diseases, including cholestatic liver disease, autoimmune hepatitis, Wilson disease, viral hepatitis, tumors, and cirrhosis may also be seen in pregnancy. In well-compensated cirrhosis and mild portal hypertension, pregnancy has no deleterious effects on the course of the disease and it is well-tolerated. Nevertheless, early termination should be considered if there is evidence of severe hepatic decompensation since about 50% of cirrhotic women have complications and the rates of preterm deliveries or neonatal deaths are quite increased. Gestation seems to have no influence on the natural course of chronic hepatitis (B, C or D). The risk of perinatal transmission depends mainly on the levels of maternal viraemia, the heterogenicity of HBV virus or HIV coinfection (for HCV disease). Pregnancy after liver transplantation is safe –in general– for both mother and child when the pretransplantation function of the graft is stable and the immunosupressive therapy is administerεd uninterruptedly. Management of liver disease in pregnancy requires collaboration between obstetricians and gastroenterologists/hepatologists. In this paper, we provide an overview of unrelated liver diseases that can occur in pregnancy.

INFORMATION:

Origin Center: 2nd Department of Medicine, Medical School, University of Athens, “Hippokration” General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Pregnancy, chronic hepatitis, cirrhosis, portal hypertension, liver transplantation, hepatic tumors.
Corresponding Author: S.P. Dourakis, 28 Achaias street, GR-115 23 Athens, Greece • e-mail: spdour@med.uoa.gr

N. Paissios (1), V. Antonopoulou (2), A. Pefanis (1)

DESCRIPTION:
Immunosuppression is a major factor of latent tuberculosis infection (LTBI) reactivation targeting all mechanisms of immunity against tuberculosis (TB). Immunosuppressed patients have a 10% possibility of developing TB infection per year. Main categories of immunosuppression are corticosteroid and anti-TNFα use, and HIV infection. The duration and dosage of corticosteroids are responsible for the increased relative risk for TB, which is often miliary, has a high mortality rate and may have an atypical presentation. The relation between TB and anti-TNFα use is the best documented. The role of TNF in specific immunity against TB elucidates the interaction of TB and anti-TNFα factors. TB in the setting of antiTNF-a use consists mainly in reactivation of LTBI with atypical extrapulmonary forms. Before starting treatment with anti-TNFα, screening for TB is highly recommended and if positive then initiation of anti-TB treatment is obligatory. Currently available are treatment guidelines for assessing risk/managing TB in patients due to start anti-TNF-α treatment. One third of HIV+ individuals have TB co-infection. Depletion of lymphocytes and inefficacy of macrophages accounts for the prevalence of TB in this category of patients. Early stage disease (CD4 count >350) has a similar presentation as in the immunocompetent patients. In advanced disease (CD4 count <350) atypical forms prevail. Inflammatory immune reconstitution syndrome (IRIS) is a paradoxical worsening of the clinical picture after commencement of HAART that can also manifest itself as an onset of a previously unrecognized active TB.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Internal Medicine Department, “Sotiria” General and Thoracic Diseases Hospital of Athens, (2) Clinical Microbiology Department, General Hospital of Kalamata, Kalamata, Greece
Keywords: Tuberculosis, latent tuberculosis infection, immunosupression, corticosteroids, anti-TNFα factors, HIV, collagen diseases, chronic renal failure, tran­splantation, IRIS, LTBI.
Corresponding Author: N.P. Paissios, Internal Medicine Department, “Sotiria” General and Thoracic Diseases Hospital of Athens, 154 Mesogeion Avenue GR-115 27 Athens, Greece • e-mail: paissios@hol.gr

Α. Papadopoulos (1), Κ. Bartziokas (1), Ε. Zakynthinos (2), D. M

DESCRIPTION:
Over the last years a trend has been developed to a more comprehensive approach of critically ill patients outside Intensive Care Unit with the involvement of experienced personnel. Several studies have shown that adverse effects in hospitals could have been prevented if an intervention was adopted at an earlier stage. This is mainly predicated to evidence suggesting that ward patients at a critical stage display instabilities of their physiological observations long before their deterioration. Bridging intensive care knowledge and skills with the wards has been a bet for health care managers and ICU staff for the last years which has yet to be won. Outreach teams (CCOT) have been a part of this approach and their establishment had to deal with three major targets. Firstly, diagnose potentially critical patients and intervene either to prevent or to ensure a safe and early admission to ICU. Then, empower timely discharges from ICU by supporting care of these patients at wards and finally to provide critical care skills to the ward staff by educating and training them. Until now, there is no rigorous evidence background to support the development of more CCOT or the withdrawal of the current ones and more prospective studies are needed before further suggestions for supporting this service as a standard of care can be made.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Department of Pulmonary Medicine, “Amalia Fleming” General Hospital, Athens, (2) Intensive Care Medicine, University of Thessaly, Medical School, Larissa, Greece
Keywords: Intensive Care Unit, Critical care outreach team, ICU, critically ill patient, CCOT, Rapid responce team, RRT.
Corresponding Author: A. Papadopoulos, 13 Anthimou Gazi street, GR-151 25 Marousi, Athens, Greece

A. Poupalou, I. Skondras, P. Nikolaidis, M. Sklavos, G. Petousis

DESCRIPTION:
Meckel’s diverticulum (MD) is the most frequent congenital abnormality of the gastrointestinal tract. It is usually asymptomatic but in approximately 4% of the cases it presents with complications. Because of the variability of the clinical presentation it is often difficult to be diagnosed, preoperatively. The authors report two infants, 5 and 6 months of age respectively, with complicated MD, namely gastrointestinal bleeding with hemodynamical instability and acute abdomen due to inflammation and perforation, respectively. The clinical features, methods employed for diagnosis and surgical treatment are discussed.

INFORMATION:

Origin Center: 1st Department of Pediatric Surgery, “Panagiotis & Aglaia Kyriakou” Children’s Hospital, Athens, Greece
Keywords: Meckel’s diverticulum, infant, acute abdomen, gastrointestinal bleeding.
Corresponding Author: A. Poupalou, 3–5 Mykonou street, GR-157 72, Zografou, Athens, Greece • e-mail: apoupalou@gmail.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 1 Ιούλιος 2010

Α. Σουλτάτη, Σ.Π. Ντουράκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Σύμφωνα με τη σύγχρονη θεώρηση η ανάπτυξη της αλκοολικής ηπατικής νόσου υπόκειται σε πολύπλοκους ρυθμιστικούς-προδιαθεσικούς παράγοντες οι οποίοι αλληλεπιδρούν αθροιστικά. Ως βασικός παράγων αναγνωρίζεται η συγκέντρωση της αιθυλικής αλκοόλης στο αίμα, όπως καθορίζεται από περιβαλλοντικούς (ποσότητα και είδος καταναλωμένου αλκοόλ, συχνότητα κατανάλωσης, παρουσία φαγητού στο στομάχι) και γενετικούς παράγοντες [παραλλαγές στην κυτταροπλασματική αλκοολική δεϋδρογενάση, στη μιτοχονδριακή δεϋδρογενάση της αλδεΰδης και στην ισομορφή P450 2E1 (CYP2E1) του κυτοχρώματος P450]. Άλλες συνιστώσες είναι το φύλο με ιδιαίτερη επιβάρυνση για τις γυναίκες, η εθνικότητα και τέλος η συνύπαρξη χρόνιας ηπατοπάθειας. Εκτός των προδιαθεσικών παραγόντων γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η παθογένεια του συνδρόμου με απώτερο σκοπό στην ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπευτικών προσεγγίσεων. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνουν μηχανισμοί όπως το οξειδωτικό stress, η βλάβη που προκαλεί η ακεταλδεàδη και οι μεταβολίτες της, οι δομικές και λειτουργικές διαταραχές των μιτοχονδρίων, το stress του ενδοπλασματικού δικτύου, οι διαταραχές στο μεταβολισμό των λιπιδίων, η διαταραχή της ισορροπίας των κυτταροκινών, με κυριότερο τον παράγοντα νέκρωσης του όγκου, η συμμετοχή του λιπώδους ιστού και του ανοσολογικού συστήματος και η ηπατική ίνωση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: B΄ Παθολογική Kλινική, Iατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Aθηνών, ΠΓΝΑ «Iπποκράτειο», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Αλκοολική ηπατική νόσος, περιβαλλοντικός προδιαθεσικός παράγων, γενετικός προδιαθεσικός παράγων, αλκοολική δεϋδρογενάση, παθογένεια, οξειδωτικό stress, ακεταλδεΰδη, κυτταροκίνες.
Αλληλογραφία: Σ.Π. Ντουράκης, Αχαΐας 28, 115 23 Αθήνα • e-mail: spdour@med.uoa.gr

Γ. Κουκουλίτσιος, Α. Καραμπίνης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η θεραπευτική χρήση της υποθερμίας εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη ως εμπειρική μέθοδος. Σήμερα, η εφαρμογή της στηρίζεται στα αποτελέσματα πειραματικών ερευνών, τυχαιοποιημένων πολυκεντρικών μελετών και σε μεγάλο αριθμό μη τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών. Το European Resuscitation Council, το Advanced Life Support Task Force of the International Liaison Committee on Resuscitation, το National Institute of Child Health and Human Development Workshop και το Brain Trauma Foundation έχουν δημοσιεύσει συστάσεις για την εφαρμογή της στους ασθενείς με κρανιοεγκεφαλική κάκωση, καρδιακή ανακοπή, νεογνική υποξική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια. Στην παρούσα ανασκόπηση θα περιγράψουμε τους μηχανισμούς που ενεργοποιούνται στην τραυματική και ισχαιμική βλάβη του εγκεφάλου, το μηχανισμό δράσης της θεραπευτικής υποθερμίας, τις ενδείξεις και συστάσεις εφαρμογής της σύμφωνα με την ιατρική τεκμηρίωση. Αποτελεί ισχυρή ένδειξη και σύσταση η χρήση της στους ασθενείς μετά από καρδιακή ανακοπή εκτός νοσοκομείου, σε νεογέννητα με μετρίου βαθμού νεο­γνική υποξική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια, στη μείωση της ενδοκράνιας πίεσης και στον έλεγχο του πυρετού στις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Για την εφαρμογή της διεγχειρητικά σε θωρακο-κοιλιακά ανευρύσματα, ενδοεγκεφαλικά ανευρύσματα, καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, κατά τη διάρκεια στεφανιογραφίας και αγγειοπλαστικής, μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου και σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ηπατική εγκεφαλοπάθεια, κακώσεις νωτιαίου μυελού, επί του παρόντος δεν μπορεί να εκδοθεί σύσταση υπέρ ή ενάντια της χρήσης ήπιας θεραπευτικής υποθερμίας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Θεραπευτική υποθερμία, κρανιο­εγκεφαλικές κακώσεις, καρδιακή ανακοπή, ισχαιμικό εγκεφαλικό, νεογνική υποξική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια
Αλληλογραφία: Γ. Κουκουλίτσιος, Αμισσού 10, 142 31 Αθήνα • e-mail: gvkoukoulitsios@yahoo.gr

Α. Φράγκου, Ι. Αλαμάνος, Α. Βανταράκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η λεγιονέλλωση είναι μια λοιμώδης νόσος που αναγνωρίσθηκε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Προκαλείται από το βακτήριο Legionella με πιο συχνά απομονωμένο το βακτήριο Legionella pneumophila. Η σοβαρότητα της νόσου ποικίλει από μια ήπια εμπύρετη νόσο (Pontiac fever) μέχρι σοβαρής μορφής πνευμονία (νόσος των λεγεωναρίων) με σημαντική θνητότητα. Ομάδες υψηλού κινδύνου αποτελούν οι ηλικιωμένοι άνδρες, οι καπνιστές και οι ανοσοκατασταλμένοι. Το υδάτινο περιβάλλον αποτελεί την κυριότερη πηγή μόλυνσης. Η λεγιονέλλα έχει ανιχνευθεί σε πολλά διαφορετικά φυσικά και τεχνητά υδάτινα περιβάλλοντα όπως σε πύργους ψύξης, στο δίκτυο πόσιμου νερού, σε ξενοδοχεία, σε νοσοκομεία, σε σπίτια, σε υδατόλουτρα, σε εργοστάσια, σε πλοία, σε συστήματα αναπνευστικής υποστήριξης, σε σιντριβάνια. Επίσης, περίπου το 20% των περιστατικών λεγιονέλλωσης που αναφέρονται στην Ευρώπη συσχετίζονται με τα ταξίδια. Η λεγιονέλλα ανιχνεύεται ευρέως στο υδάτινο περιβάλλον και είναι απαραίτητος ο έλεγχος των δικτύων χρήσης ή της παροχής νερού για την πρόληψη της εμφάνισης επιδημιών της νόσου των λεγεωνάριων.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Εργαστήριο Υγιεινής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα
Λέξεις Κλειδιά: Λεγιονέλλα, υδατοσταγονίδια, επιδημιολογία, πνευμονία, νόσος λεγεωναρίων
Αλληλογραφία: Α. Βανταράκης, Εργαστήριο Υγιεινής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα • e-mail: avantar@med.upatras.gr

Α. Βαλαβανίδης, Θ. Βλαχογιάννη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Πολυάριθμες στατιστικές μελέτες σε διεθνή κλίμακα και ιδιαίτερα σε αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, τεκμηρίωσαν τις κυριότερες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας από χρόνιες ασθένειες φθοράς και κακοήθεις νεοπλασίες στον άνθρωπο. Η περιβαλλοντική αφύπνιση που προκλήθηκε από τη δεκαετία του 1960 δημιούργησε την εντύπωση σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ότι τα χημικά προϊόντα και οι νέες τεχνολογίες της καθημερινής ζωής συμβάλλουν στην αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα, ιδιαίτερα από τις κακοήθεις νεοπλασίες στον άνθρωπο. Αν και το προσδόκιμο επιβίωσης αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και η προληπτική διάγνωση και οι φαρμακολογικές και θεραπευτικές αγωγές έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο, ο μέσος πολίτης παραμένει δύσπιστος και με ατεκμηρίωτη ενημέρωση. Μέσα από την επιλεκτική και «παραπλανητική» παρουσία στατιστικών από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), αποδίδει την αυξημένη θνησιμότητα στα «προϊόντα του βιομηχανικού πολιτισμού». Αντίθετα, ο η μακροβιότητα, οι αλλαγές κουλτούρας και ο μοντέρνος «τρόπος ζωής» (διατροφή, κάπνισμα, παχυσαρκία, έλλειψη άσκησης, αλκοολούχα ποτά) δεν προβάλλονται στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν τις βασικές πρωτογενείς αιτίες στις χρόνιες ασθένειες, κακοήθεις νεοπλασίες και πρόωρους θανάτους. Οι εκστρατείες όμως ενημέρωσης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο για αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, η διακοπή του καπνίσματος και οι πρόοδοι στην πρόληψη και φαρμακολογική θεραπεία καρκίνων έχουν ήδη αποδώσει σημαντικά οφέλη. Οι στατιστικές της τελευταίας δεκαετίας δείχνουν εμφανώς μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας, ιδιαίτερα για τις κακοήθεις νεοπλασίες. Το γεγονός αυτό δεν έχει προβληθεί με ιδιαίτερη έμφαση από τα ΜΜΕ με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται σημαντικές προληπτικές εφαρμογές και πρακτικές υγιεινής της καθημερινής ζωής. Αντίθετα, προβάλλονται δευτερεύουσες και μικρής εμβέλειας κίνδυνοι για την υγεία του ανθρώπου από μοντέρνα χημικά προϊόντα, εκθέσεις στην περιβαλλοντική ρύπανση και ηλεκτρονικές συσκευές με παραπλανητικές και υπερβολικές εκτιμήσεις. Στην ανασκόπηση αυτή καταγράφονται οι κυριότερες αιτίες θνησιμότητας και νοσηρότητας σε διεθνή κλίμακα, στις αναπτυγμένες χώρες, στη Ευρώπη και στην Ελλάδα, με έμφαση στις κακοήθεις νεοπλασίες, καθώς και τα νοσήματα που προκαλούν χρόνιες αναπηρίες.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Διαχρονικές τάσεις, θνησιμότητα, νοσηρότητα, κακοήθεις νεοπλασίες, αναπτυγμένες χώρες, χρόνιες ασθένειες, αναπηρίες
Αλληλογραφία: Α. Βαλαβανίδης, Αγίας Σοφίας 26, 171 23 Ν. Σμύρνη, Αθήνα • e-mail: valavanidis@chem.uoa.gr

Χρ. Τεσσερομμάτη (1), Α. Κώτσιου (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η σωματική άσκηση αποτελεί σημαντικό παράγοντα πρόληψης και αντιμετώπισης των νόσων τρόπου ζωής (life style) –υπερλιπιδαιμία, διαβήτης, υπέρταση, καρδιαγγειακές νόσοι– ελαττώνοντας την ολική χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια, αυξάνοντας τις λιποπρωτεÀνες υψηλής πυκνότητας στον ορό και βελτιώνοντας την αγγειακή αιματική ροή. Ποσοτικά οι ευνοϊκές μεταβολές φαίνεται να είναι συνάρτηση της έντασης και της διάρκειας της άσκησης. Η σωματική δραστηριότητα δρα προληπτικά στην ανάπτυξη παχυσαρκίας ιδιαίτερα στους εφήβους. Τα ελεύθερα λιπαρά οξέα αυξάνονται κατά τη διάρκεια της άσκησης με δυνητικές επιπτώσεις στη φαρμακοκινητή ορισμένων φαρμάκων με όξινη pKa (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη ή αντιβιοτικά π.χ. β-λακτάμες) λόγω ανταγωνιστικής σύνδεσης με τη λευκωματίνη του ορού. Η έντονη σωματική καταπόνηση προκαλεί οξειδωτικό stress και διαταραχές στο ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ κινητοποιούνται αμυντικοί και αντιοξειδωτικοί μηχανισμοί για την προστασία του οργανισμού. Η βαρειά σωματική άσκηση προκαλεί διαταραχές και στο ισοζύγιο των πρωτεϊνών, μεταξύ αυτών και της α1-όξινης γλυκοπρωτεϊνης επηρεάζοντας τη σύνδεση και φαρμακοκινητική των αλκαλικών φαρμάκων π.χ. των β-αναστολέων. Φαίνεται ότι η μέτριας έντασης αλλά τακτική προπόνηση δρα ευεργετικά τόσο στις λιπιδαιμικές παραμέτρους όσο και στους ανοσοποιητικούς, αντιοξειδωτικούς και αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού. Η σωματική άσκηση είναι ευεργετική μόνο εάν είναι συχνή και διηνεκής.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπι­στήμιο Αθηνών, (2) «Aρεταίειο» Νοσοκομείο, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Σωματική άσκηση, λιπίδια ορού
Αλληλογραφία: Χρ. Τεσσερομμάτη, Εργαστήριο Φαρμακο­λο­γίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μ. Ασίας, 75, 115 27 Αθήνα • e-mail: ctesser@med.uoa.gr

Σ. Απέργης (1), Δ.Κ. Φιλιππιάδης (2), Μ.Γ. Γκέλη (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το προστατικό εμβρυϊκό ραβδομυοσάρκωμα συναντάται σπάνια σε ενήλικες. Νεαρός ασθενής, ηλικίας 18 ετών, προσήλθε στο νοσοκομείο αναφέροντας άλγος στην περιοχή του περινέου και δυσουρία από διμήνου. Ο απεικονιστικός έλεγχος με υπερηχογράφημα και μαγνητική τομογραφία ανέδειξε την παρουσία μάζας στον προστάτη αδένα και διογκωμένους λαγόνιους λεμφαδένες. Η ιστολογική εξέταση ταυτοποίησε τη μάζα ως εμβρυϊκό ραβδομυοσάρκωμα του προστάτη. Η υπολογιστική τομογραφία θώρακος ανέδειξε πλευριτική συλλογή και οζώδεις αλλοιώσεις στους πνεύμονες που αποδόθηκαν σε μεταστάσεις. Έγινε συνδυασμός χειρουργικής εξαίρεσης, ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας. Το προστατικό εμβρυϊκό ραβδομυοσάρκωμα είναι μια σπάνια κλινική οντότητα σε ενήλικες, ενώ λιγότερες από δεκαπέντε περιπτώσεις έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Α΄ Ακτινολογικό Τμήμα, Μονάδα Υπερηχοτομογραφίας, Αντικαρκινικό Ογκολογικό Νοσοκομείο Αθη­νών «Ο Άγιος Σάββας», Αθήνα, (2) Β΄ Εργαστήριο Ακτι­νολογίας, ΠΓΝΑ «Αττικό», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Προστάτης, εμβρυϊκό ραβδομυοσάρκωμα, απεικονιστικές μέθοδοι, συνδυαστική θεραπεία
Αλληλογραφία: Μ.Γ. Γκέλη, Λεωφ. Αλεξάνδρας 171, 115 22 Αμπελόκηποι, Αθήνα • e-mail: myrgel@gmail.com

Θ.Α. Πέππας (1), Α.Σ. Στεφανίδης (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο Μπετόβεν, μια από τις μεγαλύτερες μορφές στην ιστορία της ανθρωπότητος, χρειάστηκε συχνά να καταφύγει σε ιατρούς, συνήθως τους πλέον εξέχοντες της εποχής του. Παρά το ότι τον αντιμετώπισαν με σεβασμό, δέος και κατέβαλαν κάθε προσπάθεια με τα τότε διαθέσιμα φαρμακευτικά και ιατρικά μέσα, η δύσκολη ιδιοσυγκρασία του συνθέτη, η εκρηκτικότητά του και, μερικές φορές, η αγένεια που εξέφραζε έθεσαν τη σχέση ιατρού-ασθενούς σε μεγάλη δοκιμασία. Μολαταύτα, η σύνδεση των ονομάτων τους με εκείνο του Τιτάνα της Μουσικής τους εξασφάλισε μια θέση στην Ιστορία της Ιατρικής.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Κέντρο Προέλευσης: (1) Γ΄ Παθολογικό Τμήμα, (2) Α΄ Καρδιολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Πειραιάς
Λέξεις Κλειδιά: Διασημότητες, Ιστορία Ιατρικής, 19ος αιώνας, κίρρωση ήπατος, κώφωση, ασκίτης

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 1 Ιούλιος 2010

Α. Soultati, S.P. Dourakis

DESCRIPTION:
A number of risk factors, both environmental and genetic, have been identified that synergically predispose individuals to the development and progression of alcoholic liver disease (ALD). Although the amount of alcohol ingested is the most important recognized component, other co-factors have been recognised including gender, coexisting chronic viral hepatitis, the type of alcohol ingested and the pattern of drinking. To date, only the genes encoding the principal alcohol metabolizing enzymes, alcohol dehydrogenase (ADH) and aldehyde dehydrogenase (ALDH) have been linked to vulnerability to alcoholism. Recent concern in the literature has also been aimed at the host cellular and molecular responses to alcohol consumption that interact with environmental risk factors in the pathogenesis of ALD. Publications have attempted to enlight aspects of ALD pathogenesis including oxidative stress, damage from acetaldehyde and its adducts, structural and functional disorganization of mitochondria and of other organelles, aberrant lipid metabolism, perturbation of intracellular signaling and imbalance of cytokines (especially tumor necrosis factor-TNF-a), involvement of adipose tissue, the immune system and hepatic fibrogenesis.

INFORMATION:

Origin Center: 2nd Department of Medicine, Medical School, University of Athens, “Hippokration” University General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Alcoholic liver disease, environmental risk factor, genetic risk factor, alcohol dehydrogenase, pathogenesis, oxidative stress, acetaldehyde, cy­tokines.
Corresponding Author: S.P. Dourakis, 28 Achaias street, GR–115 23 Athens, Greece • e-mail: spdour@med.uoa.gr

G. Koukoulitsios, A. Karabinis

DESCRIPTION:
Therapeutic hypothermia has been used empirically for medicinal purposes since Hippocrates in antiquity. Up to date the application of hypothermia in Intensive Care Units has increased significantly based on the results of experimental investigations, randomized multicenter studies and a large number of non-randomized clinical studies. Based on the positive results of these clinical trials, the European Resuscitation Council, the Advanced Life Support Task Force of the International Liaison Committee on Resu­scitation, the National Institute of Child Health and Human Development Workshop, and the Brain Trauma Foundation, have published re­commendations for the use of therapeutic hypothermia in patients with traumatic brain injury, cardiac arrest, stroke, neonatal hypoxic-ischemic encephalopathy. In this review, we analyze the destructive mechanisms that occur at the cellular level following an initial ischemic or traumatic brain injury and we describe the mechanism of action and physiological effects of hypothermia. According to the evidences, the strongest indications for the application of therapeutic hypothermia are the prehospital cardiac arrest and neonatal hypoxic-ischemic encephalopathy, for reducing intracranial pressure and fever management in patients with traumatic brain injury. Applying hypothermia intraoperatively in thoracic-abdominal aneurysms, intracranial aneurysms, cardiothoracic surgery, during coronary artery angiography and angioplasty following myocardial infarction, ischemic stroke, hepatic encephalopathy and spinal cord injury, trials are still ongoing, but the data are insufficient to recommend for or against the use of therapeutic hypothermia.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Intensive Care Unit, “G. Gennimatas” General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Therapeutic hypothermia, traumatic brain injury, cardiac arrest, stroke, neonatal hypoxic-ische­mic encephalopathy
Corresponding Author: G. Koukoulitsios, 10 Amissou street, GR-142 31 Athens, Greece • e-mail: gvkoukoulitsios@yahoo.gr

A. Fragkou, I. Alamanos, A. Vantarakis

DESCRIPTION:
Legionellosis is an infectious disease that emerged in the second half of the 20th century. It is caused by Legionella pneumophila and other related bacteria. The severity of Legionellosis varies from mild febrile illness (Pontiac fever) to a potentially fatal form of pneumonia (Legionnaires’ disease). It principally affects those who are susceptible due to age, smoking and immunosuppression. Water is the major natural reservoir for legionellae. The bacteria are detected in many different natural and artificial aquatic environments such as cooling towers, water systems in hotels, hospitals, homes, spa, factories, respiratory therapy equipment, fountain etc. About 20% of the cases of legionellosis detected in Europe are considered to be travel-related. Legionellae are fully present at the aquatic environment, thus, the control of water distribution systems is considered to prevent outbreaks of Legionnaires΄ disease.

INFORMATION:

Origin Center: 1Department of Public Health, Medical School, University of Patras, Patra, Greece
Keywords: Legionella, water, droplets, epidemiology, pneumonia, legionnaires’ disease
Corresponding Author: A. Vantarakis, Department of Pu­blic Health, Medical School, University of Patras, Patra, Greece • e-mail: avantar@med.upatras.gr

A. Valavanidis, Th. Vlachogianni

DESCRIPTION:
Numerous epidemiological studies and time trends in morbidity and mortality in developed countries have established the principal causes of chronic diseases and various types of cancer in humans. Awareness of environmental pollution problems in the 1960s formulated the false believe, in broad parts of the population, that chemical products and new technologies of everyday contribute in the increasing rates of morbidity and mortality, especially for malignant neoplasms in humans. Although longevity increased substantially in the last decades, preventive measures, pharmacological and medical interventions made vast advances, the common citizen remains very skeptical and relies on unconventional explanations. Selective and unregister information by the mass media provided the false impression that “products of the industrial civilization” are the main culprits of the increasing mortality. In contrast, longevity, cultural changes of modern lifestyles (diet, smoking, obesity, decreasing exercise and alcoholic drinks) are not projected to the same degree as major and principal causes of chronic diseases and various types of cancer. National and international campaigns of recent years against smoking, better diet, timely diagnosis and pharmacological interventions have been proved highly beneficial. Statistical data of the last decade show substantial decreases of morbidity and mortality by various cancers in developed countries and in Europe. These facts are not presented very rigorously by the mass media causing a lack of information on preventative measures and practices of everyday activities. At the same time secondary causes and health risks are given more prominence in the news, such as chemicals, pollutants, electrical and electronic equipment, with exaggerated claims. In this review we present the main causes of global morbidity and mortality with emphasis on developed countries, Europe and Greece. We present mostly the causes of malignant neoplasms and chronic diseases that cause major disabilities.

INFORMATION:

Origin Center: Department of Chemistry, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Time trends, morbidity, mortality, malignant neoplasms, developed countries, chronic diseases, disabilities
Corresponding Author: A. Valavanidis, 26 Agias Sofias street, GR-171 23 N. Smyrni, Greece • e-mail: valavanidis@chem.uoa.gr

Chr. Tesseromatis (1), Α. Κotsiou (2)

DESCRIPTION:
Treatment of lifestyle diseases, as hyper­lipidemia, diabetes, hypertension, and cardio­vascular disease, requires physical activity on a regular basis. Regular exercise is associated with beneficial changes in serum lipids, reducing serum cholesterol and trigly­cerides and increasing high density lipoproteins. There is a dose-response relation between the amount and du­ration of exercise and its benefits. Physical activity helps also in prevention of adolescence obesity. Free fatty acids levels rise with exercise is associated with changes in drugs pharmacokinetics, mainly those with acidic pKa (non-steroid anti-inflammatory drugs or β-lactam antibiotics) due to competitive serum albumin binding. Although moderate training enhances many aspects of immune function, exhaustive exercise may impair immune responses causing oxidative stress which is counterbalanced via antioxidant and defense mechanisms of the organism. Intensive exercise induce modifications in protein balance and rise in α1- acid glycoprotein levels that may interfere with alkaline (e.g β-blockers) drugs’ protein binding and pharmacological effect. It seems that most beneficial effects of physical activity on lipidemic profile, on immune, antioxidative and on defense body mechanisms, can be attained through moderate-intensity activity. Regular physical activity is required to maintain these good training effects because exercise is beneficial only if it is followed for extended periods of time.

INFORMATION:

Origin Center: (1) Department of Pharmacology, Medical School, University of Athens, (2) “Aretaieion” Hospital, Medical School, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Physical exercise, serum lipids
Corresponding Author: Chr. Tesseromatis, Department of Pharmacology, Medical School, University of Athens, 75 Mikras Asias street, GR-115 27 Athens, Greece • e-mail: ctesser@med.uoa.gr

S. Apergis (1), D.K. Filippiadis (2), Μ.G. Gkeli (1)

DESCRIPTION:
Prostate embryonal rhabdomyosarcoma is rarely reported in adult patients. An 18 year old patient presented to our hospital complaining for 2 months lasting pain in perineal region and dysouria. Sonography and Magnetic Resonance scan demonstrated prostate mass and enlarged iliac lymph nodes. Histologic examination revealed this mass to be an embryonal rhabdomyosarcoma, whilst thoracic Computed Tomography showed pleural effusion and metastatic lesions of the lung. Patient began combination of surgical removal, radiotherapy and supplementary chemotherapy. Prostate embryonal rhabdomyosarcoma is a rare clinical entity whenever adult patients are concerned with, to the best of our knowledge, fewer than fifteen cases reported, till date.

INFORMATION:

Origin Center: (1) 1st Department of Radiology, Unit of Sonography, “Saint Savvas” Anticancer Oncological Hospital, Athens, (2) 2nd Department of Radiology, “Attikon” University General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Prostate, embryonal rhabdomyosarcoma, radiological imaging, combination therapy
Corresponding Author: M.G. Gkeli, 171 Alexandras Ave., GR-115 22 Ampelokipi, Athens, Greece • e-mail: myrgel@gmail.com

Th.A. Peppas (1) A.S. Stefanidis (2)

DESCRIPTION:
Ludwig Van Beethoven, prominent figure in the history of humanity often needed seeking medical help. Although his attending physicians, usually the most distinguished of the era, faced him with respect and awe and did their best, considering the available medications and treatments of the time, Beethoven’s difficult temperament, his irritability and, occasionally, his rudeness tested the doctor-patient relationship to the limits. However, the association of their names with the Titan of Music secured their place in the History of Medicine.

INFORMATION:

Origin Center: (1) 3rd Department of Medicine, (2) 1st Department of Cardio­logy General Hospital of Nikea, Piraeus, Greece
Keywords: Famous persons, History of Medicine, 19th century, liver cirrhosis, deafness, ascites

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 2 Αύγουστος 2010

Χ. Κολιάκη, Ν. Κατσιλάμπρος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η παχυσαρκία αποτελεί αναμφισβήτητα ισχυρό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών, μεταβολικών, νεοπλασματικών, εκφυλιστικών και άλλων νοσημάτων. Η αντιμετώπισή της πρέπει να αποτελεί απόλυτη ιατρική προτεραιότητα στα πλαίσια της πρωτογενούς πρόληψης αυτών των νοσημάτων. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τη δευτερογενή πρόληψη, δηλαδή από τη στιγμή που θα εκδηλωθεί κλινικά κάποιο σοβαρό χρόνιο νόσημα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι υπέρβαροι και μετρίως παχύσαρκοι ασθενείς εμφανίζουν παραδόξως καλύτερη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη κλινική έκβαση σε σχέση με τους λιποβαρείς και λεπτόσωμους ασθενείς. Η υπόθεση αυτή καλείται «παράδοξον της παχυσαρκίας» και έχει περιγραφεί ιδιαίτερα σε ασθενείς που πάσχουν από χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό αιμοκάθαρση, στεφανιαία νόσο, υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, οξέα στεφανιαία σύνδρομα μετά από επεμβάσεις επαναγγείωσης, περιφερική αγγειοπάθεια, καθώς επίσης στους ηλικιωμένους και σε όσους υποβάλλονται σε γενικές (μη βαριατρικές) χειρουργικές επεμβάσεις. Η παρούσα ανασκόπηση συνοψίζει τα κυριότερα κλινικά δεδομένα που αφορούν στο παράδοξον της παχυσαρκίας σε συγκεκριμένους πληθυσμούς ασθενών, αναλύει τους πιθανούς υποκείμενους μηχανισμούς που θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό να ερμηνεύσουν το παρατηρούμενο πλεονέκτημα επιβίωσης των υπέρβαρων και παχύσαρκων ασθενών, και επισημαίνει πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες που υπεισέρχονται στις παράδοξες αυτές συσχετίσεις και εγείρουν προβληματισμό στην προσπάθεια αξιολόγησης των κλινικών προεκτάσεων της πολυσυζητημένης αυτής υπόθεσης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(2):99—108

Κέντρο Προέλευσης: «Ευγενίδειο» Θεραπευτήριο, Ιατρική Σχολή, Πανε­πιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Παράδοξον της παχυσαρκίας, πρωτογενής πρόληψη νοσημάτων, δευτερογενής πρόληψη νοσημάτων, χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσος, υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, πλεονέκτημα επιβίωσης, συγχυτικοί παράγοντες
Αλληλογραφία: X. Kολιάκη, Γαβριηλίδου 38, 111 41 Αθήνα • e-mail: ckoliaki@yahoo.com

Κ. Αθανασάκης (1) Κ. Σουλιώτης (1,2), Γ. Κυριόπουλος (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το κάπνισμα έχει αναδειχθεί ως ένας σημαντικότατος παράγοντας θνησιμότητας καθώς η επίπτωσή του παγκοσμίως έχει υπολογισθεί σε περίπου 3 εκατομμύρια θανάτους κατ’ έτος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι θάνατοι ετησίως που αποδίδονται σε νοσήματα που σχετίζονται αιτιολογικά με το κάπνισμα ανέρχονται σε 500.000 ενώ, στην Ελλάδα σε 20.000. Η επιβάρυνση που προκαλεί στα οικονομικά των συστημάτων υγείας και ασφάλισης υγείας το υψηλό φορτίο νοσηρότητας, καθώς και η σοβαρότητα και πολυπλοκότητα των καταστάσεων υγείας με τις οποίες σχετίζεται αιτιολογικά το κάπνισμα, έχουν απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τη σχετική επιστημονική συζήτηση τα τελευταία χρόνια. Ερευνητικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι η δαπάνη από το κάπνισμα υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ, συνολικά, σε απόλυτες τιμές, η σχετική επιβάρυνση έχει υπολογισθεί ότι ξεπερνά τα 130 δισ. € (τιμές 2000). Στην Ελλάδα οι σχετικές ερευνητικές προσπάθειες είναι περιορισμένες, ωστόσο, αδρές εκτιμήσεις προσεγγίζουν της δαπάνες υγείας ως συνέπεια του καπνίσματος στα 3,3 εκατ. € ετησίως, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 15% περίπου των δαπανών υγείας. Η σημαντική επίπτωση του καπνίσματος στις δαπάνες υγείας στη χώρα μας, υπογραμμίζει την ανάγκη τόσο για τη λήψη μέτρων περιορισμού του, όσο και για την εντατικοποίηση των ερευνητικών προσπαθειών στο πεδίο της οικονομικής αξιολόγησης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:


Περιοδικότητα:
Ιατρική 2010, 98(2):109—115
Κέντρο Προέλευσης: (1) Τομέας Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δη­μόσιας Υγείας, (2) Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Λέξεις Κλειδιά: Κάπνισμα, δαπάνες υγείας, κόστος της νόσου, άμεσο κόστος, έμμεσο κόστος, αόρατο κόστος
Αλληλογραφία: Κ. Σουλιώτης, Αμαρ. Αρτέμιδος 36–38, 151 24 Μαρούσι, Αθήνα • e-mail: soulioti@hol.gr

Π.Κ. Τσιμπούρης, Χρ.Ν. Καλαντζής

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου ως πολυσυστηματική νόσος μπορεί να εμφανίσει εκδηλώσεις από όλα σχεδόν τα συστήματα του οργανισμού. Οι οφθαλμικές εκδηλώσεις αποτελούν την πιο συχνή εξωεντερική εκδήλωση, με συχνότητα γύρω στο 10%. Συνδυάζονται με προσβολή των αρθρώσεων και διακρίνονται σε πρωτογενείς δευτερογενείς και συμπαρομαρτούσες. Πιο συχνές είναι οι εκδηλώσεις από τον πρόσθιο θάλαμο του οφθαλμού: επισκληρίτιδα, σκληρίτιδα και ραγοειδίτιδα, που χαρακτηρίζονται από ερυθρότητα του σκληρού, πόνο και ευαισθησία στην ψηλάφηση του βολβού και μπορούν να αντιμετωπιστούν και με τοπική θεραπεία. Πιο σοβαρές είναι οι σχετικά σπάνιες επιπλοκές του οπίσθιου θαλάμου, που μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια όρασης και απαιτούν συστηματική θεραπεία με κορτικοστεροειδή και ανοσοκατασταλτικά. Ιδιαίτερα συχνές είναι οι δευτερογενείς οφθαλμικές εκδηλώσεις της ιδιοπαθούς φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, από τις οποίες ξεχωρίζουν ο καταρράκτης και το οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας, αλλά και μια σειρά ιογενών λοιμώξεων, που μπορεί να αναζωπυρωθούν από την ανοσοκατασταλτική αγωγή. Τέλος οι συμπαρομαρτούσες διαταραχές (επιπεφυκίτιδα, βλεφαρίτιδα), αν και πολύ συχνές δε διαφέρουν στην κλινική τους πορεία από το γενικό πληθυσμό. Η διάγνωση εκτός από την οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να περιλαμβάνει πηκτολογικό έλεγχο, ρευματολογικό προφίλ, αγγειογραφία του βυθού με φλουροσεÀνη και υπερηχογράφημα ή αξονική τομογραφία του βολβού. Η θεραπεία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική αν εφαρμοστεί έγκαιρα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(2):116—125
Κέντρο Προέλευσης: Γαστρεντερολογική Κλινική, Νοσοκομείο «ΝΙΜΤΣ», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, οφθαλμικές εκδηλώσεις, επισκληρίτιδα, σκληρίτιδα, ραγοειδίτιδα
Αλληλογραφία: Π. Τσιμπούρης, Μισκίνη 29, 157 71 Ζωγρά­φος, Αθήνα • e-mail: tsibofam@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 2 Αύγουστος 2010

Ch. Koliaki, N. Katsilambros

DESCRIPTION:
There is no doubt that obesity constitutes a well-established predisposing factor for cardiometabolic abnormalities, malignancies and degenerative diseases. It is therefore of utmost importance to minimize the deleterious consequences of the current obesity epidemic for the primary prevention of these diseases. However, when it comes to secondary prevention, there is emerging evidence from observational cohort studies that overweight and moderately obese patients, suffering from already established chronic severe diseases, display a paradoxically better short- and long-term outcome, compared to their underweight and/or normal-weight counterparts. These intriguing clinical observations have formed the so-called “obesity paradox hypothesis”, which has been typically described in patients with congestive heart failure, end-stage renal disease requiring maintenance dialysis, coronary artery disease, hypertension, atrial fibrillation, acute coronary syndromes undergoing percutaneous/surgical re­vascularization, peripheral vascular disease, as well as in the elderly and those undergoing major non-bariatric surgery. The present review summarizes the most representative clinical data that substantiate obesity paradox in specific patient subpopulations, analyzes possible underlying mechanisms that could partly explain the observed survival benefit conferred by obesity, and discusses potential biases and confounding factors that should be definitely taken into serious consideration, before final conclusions regarding the clinical implications of this paradoxical and yet unresolved relationship can be safely drawn.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(2):99—108
Origin Center: “Eugenidion” Hospital, Medical School, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Obesity paradox hypothesis, primary prevention of diseases, secondary prevention of diseases, congestive heart failure, end-stage renal disease, coronary artery disease, hypertension, atrial fibrillation, survival benefit, confounding factors
Corresponding Author: C. Koliaki, 38 Gavriilidou street, GR-111 41 Athens, Greece • e-mail: ckoliaki@yahoo.com

K. Athanasakis (1), K. Souliotis (1,2), J. Kyriopoulos (1)

DESCRIPTION:
Smoking is considered a crucial mortality factor, with 3 million deaths, annually globally attributed to it. In the European Union, 500,000 deaths per annum are smoking related. In Greece, smoking related deaths are estimated at 20,000 per annum. The economic burden of smoking on health expenditure and social security costs as well as the complexity and the severity of illnesses with which smoking is related have been the subject of extensive scientific discussions over the past years. Research findings confirm that the cost of smoking exceeds 1% of the GDP in many EU countries, whereas in absolute numbers the burden is estimated at over 130 billion € (2000 prices). In Greece, there is a lack of scientific and research evidence on the matter, nonetheless, draft calculations estimate smoking related healthcare expenditure at 3.3 million € per annum, i.e. approximately 15% of total health expenditure. This significant impact of smoking on healthcare expenditure in Greece underlines the need for immediate and widespread smoking cessation programs as well as for intense research and data analysis into smoking related economic evaluations.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(2):109—115
Origin Center: (1) Department of Health Economics, National School of Public Health, (2) Faculty of Social Sciences, University of Peloponnese, Greece
Keywords: Smoking, health expenditure, cost of illness, direct cost, direct cost, indirect cost, hidden cost
Corresponding Author: K. Souliotis, 36–38 Amar. Artemidos street, GR-151 24 Maroussi, Athens, Greece • e-mail: soulioti@hol.gr

P. Tsibouris, Chr. Kalantzis

DESCRIPTION:
Inflammatory bowel disease, as a multi-systemic disease can present manifestations from all systems of the human body. Ocular manifestations represent the most frequent extra-intestinal manifestation, with a frequency around 10%. They are related to joint involvement and they are categorized as primary, secondary and co-incidental. More frequent are anterior chamber manifestations: episcleritis, scleritis and uveitis. They are characterized by redness of sclera, eye pain and tenderness to palpation and could receive topical treatment. More severe are posterior chamber manifestations, which are rather rare, could lead to visual loss and deserve systematic treatment with corticosteroids and immuno-depressants. Finally co-incidental manifestations (conjunctivitis, blepharitis), although rather frequent, they have similar clinical course to the general population. Diagnostic work-up includes blood coagulation studies, rheumatological profile, fundus flurocein angiography and orbital ultrasound or computed tomography. Treatment is very effective if applied timely.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(2):116—125
Origin Center: Department of Gastroenterology, “NIMTS” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Inflammatory bowel disease, ocular manifestations, episcleritis, scleritis, uveitis
Corresponding Author: P. Tsibouris, 29 Miskini street, GR- 157 71 Zografou, Athens, Greece • e-mail: tsibofam@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχη 3-4 Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχη 3-4 Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010

Γ. Λιακάκης (1), Κ. Πόταγας (2), Α. Λινού (3)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η ύπαρξη ενδείξεων ότι η ηλεκ­τρομαγνητική ακτινοβολία προάγει την εμφάνιση της παιδικής λευχαιμίας είναι λογικό να δημιουργεί ανησυχία για τις πιθανές βλαβερές επιπτώσεις της, σε ό,τι αφορά στην εμφάνιση διαφόρων μορφών καρκίνου και άλλων νόσων, ιδιαίτερα σήμερα που ο γενικός πληθυσμός εκτίθεται στο συγκεκριμένο παράγοντα με αυξανόμενη ένταση και διάρκεια τόσο στο εργασιακό, όσο και στο οικιακό περιβάλλον. Η έρευνα των τελευταίων δεκαετιών για όλο το φάσμα της μη ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας προσπαθεί να αποκαλύψει πιθανούς μηχανισμούς αλλοίωσης της δομής των ιστών και παρεμβολής στη λειτουργία τους, με ιδιαίτερη έμφαση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί με συχνότητες όμοιες με των πεδίων των ραδιοσυχνοτήτων (RF). Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα παρουσιάζουν πιθανή στατιστική συσχέτιση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων με μορφές καρκίνου, και ειδικότερα των πεδίων εξαιρετικά χαμηλών συχνοτήτων (ELF) με νευροεκφυλιστικές νόσους. Η επιστημονική κοινότητα πρότεινε το 2009 τη μείωση του ορίου έκθεσης του γενικού πληθυσμού στα στατικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Παράλληλα, η ύπαρξη ενός συνδρόμου υπερευαισθησίας στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία δεν μπόρεσε να αποκλειστεί και ήδη λαμβάνονται μέτρα προστασίας των ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στον προσεκτικό σχεδιασμό και αποτελεσματική εφαρμογή της μελλοντικής επιστημονικής έρευνας, έτσι ώστε να ξεπεραστούν οι όποιοι περιορισμοί και αδυναμίες των εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):179—191
Κέντρο Προέλευσης: (1) Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, (2) Τμήμα Νευρολογίας, (3) Τμήμα Επιδη­μιολογίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Ηλεκτρομαγνητικά πεδία, καρκίνος, όγκος, νευροτοξικότητα
Αλληλογραφία: Γ. Λιακάκης, Διός 11, 152 35 Βριλήσσια • e-mail: g_liakakis@yahoo.com

Α. Τσιώτου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι εξελίξεις στην αντιμετώπιση του τραύματος στο ΚΝΣ στα παιδιά είναι μεγάλες κατά την τελευταία δεκαετία. Η συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες οδηγίες και τους αλγόριθμους της θεραπευτικής διαχείρισης των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων (ΚΕΚ), και η γνώση των ανατομικών και παθοφυσιολογικών ιδιαιτεροτήτων των παιδιών είναι απαραίτητη στους κλινικούς ιατρούς που φροντίζουν τραυματισμένα παιδιά σε οποιαδήποτε φάση της νοσηλείας τους, αλλά κυρίως κατά την αρχική φροντίδα των πρώτων ωρών, και εξασφαλίζει την ευνοϊκότερη δυνατή έκβαση. Επιπλέον, έχει καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια με σκοπό την ταυτοποίηση εκείνων των ασθενών που θα ωφεληθούν ουσιαστικά από τις διαθέσιμες απεικονιστικές εξετάσεις για τον εντοπισμό τραύματος στο ΚΝΣ. Η χρήση των κλινικών κανόνων από τους υπεύθυνους ιατρούς, έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή των κινδύνων από τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων σε ασθενείς τόσο ευάλωτους ηλικιακά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):192—202
Κέντρο Προέλευσης: Αναισθησιολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Τραύμα, παιδιά, Κεντρικό Νευ­ρικό Σύστημα, αξονική τομογραφία, απεικονιστικός έλεγχος, αντιμετώπιση
Αλληλογραφία: Α. Τσιώτου, Αρκαδίας 19–21, 115 26 Αθήνα • e-mail: adeltsiotou@yahoo.gr

Π.Κ. Τσιμπούρης, Χρ.Ν. Καλαντζής

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η πρωκτοκολεκτομή με νεολήκυθο είναι η επέμβαση εκλογής για την αντιμετώπιση: (α) της ανθεκτικής στη συντηρητική θεραπεία ελκώδους κολίτιδας, (β) της ελκώδους κολίτιδας με νεοπλασία ή δυσπλασία και (γ) της οικογενούς πολυποδίασης. Η επέμβαση μπορεί να συνοδεύεται από φλεγμονώδεις, μηχανικές και λειτουργικές επιπλοκές. Η ληκυθίτιδα αποτελεί τη συχνότερη από τις επιπλοκές. Αναπτύσσεται σε ποσοστό πάνω από το 50% όσων χειρουργήθηκαν για ελκώδη κολίτιδα και το 6% όσων χειρουργήθηκαν για οικογενή πολυποδίαση. Αλλαγές στην εντερική χλωρίδα πυροδοτούν παθολογικές ανοσολογικές απαντήσεις σε ασθενείς με κατάλληλη γενετική προδιάθεση, οδηγώντας στην ανάπτυξη ληκυθίτιδας. Η κλινική εικόνα της ληκυθίτιδας χαρακτηρίζεται από αύξηση της συχνότητας και της ρευστότητας των κενώσεων, από κολικοειδή κοιλιακά άλγη, έπειξη προς αφόδευση ή τεινεσμό, ενώ δε λείπουν και οι εξωεντερικές εκδηλώσεις που είναι ανάλογες με αυτές της ελκώδους κολίτιδας. Η διάγνωση βασίζεται στη ληκυθοσκόπηση, συνεπικουρούμενη από το ληκυθογράφημα. Η ανάπτυξη δυσπλασίας ή νεοπλασίας στο βλεννογόνο της νεοληκύθου, παρότι είναι γενικά σπάνια, επιτάσσει τη συστηματική παρακολούθηση με ληκυθοσκόπηση και βιοψίες σε χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από τη συνύπαρξη ή όχι παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη νεοπλασίας. Οι στενώσεις της νεοληκύθου αποτελούν τις συνηθέστερες μηχανικές επιπλοκές. Σχετίζονται με την παρουσία νόσου Crohn και την εμφάνιση περιεγχειρητικών επιπλοκών. Η διάγνωση βασίζεται στη ληκυθοσκόπηση, συνεπικουρούμενη από το ληκυθογράφημα.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):203—216
Κέντρο Προέλευσης: Γαστρεντερολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Πρωκτοκολεκτομή με νεολήκυθο, ληκυθίτιδα, στενώσεις νεοληκύθου, ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
Αλληλογραφία: Π.K. Τσιμπούρης, Μπισκίνη 29, 157 71 Ζωγράφου • e-mail: tsibofam@yahoo.com

Μ. Σταματάκος (1), Θ. Στασινού (2), Κ. Κόντζογλου (3)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
H συστροφή του σιγμοειδούς είναι σπάνια κατάσταση. Η εγχειρητική θνητότητα έχει μειωθεί σήμερα και η μείωση αυτή πιθανότατα οφείλεται στην πρώιμη διάγνωση της νόσου, στην πρόοδο της ενδοσκοπικής αντιμετώπισής της και των χειρουργικών τεχνικών. Είναι δύσκολο να αποτυπώσουμε μία συγκεκριμένη αιτία ή παθοφυσιολογική βάση για τη νόσο αυτή, γιατί η συστροφή του σιγμοειδούς παρουσιάζεται με ποικίλη κλινική εικόνα ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, το φύλο και την ηλικία του ασθενούς. Η πρώιμη διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας και γι’ αυτό πρέπει να είναι γνωστοί οι προδιαθεσικοί παράγοντες και τα πρώιμα σημεία και συμπτώματα αυτής της οντότητας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):217—223
Κέντρο Προέλευσης: (1) Χειρουργικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Νέον Αθήναιον», Αθήνα, (2) Ιατρός, (3) Β΄ Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΝΑ «Λαϊκό», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Συστροφή σιγμοειδούς, διάγνωση, θεραπεία
Αλληλογραφία: Μ. Σταματάκος, Αιγύπτου 153, 165 62 Άνω Γλυφάδα, Αθήνα • e-mail: mixalislak@gmail.com

Α. Κώτσιου (1), Χρ. Τεσσερομμάτη (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η σύνδεση των φαρμάκων με πρωτεΐνες αίματος και ιστών είναι καθοριστική για το μεταβολισμό, την απέκκριση, τη φαρμακολογική δράση και την εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών και τοξικότητας. Οι κυριότερες πρωτεΐνες του πλάσματος στις οποίες προσδένονται τα φάρμακα είναι η λευκωματίνη, η α1-όξινη γλυκοπρωτεÀνη και οι λιποπρωτεÀνες. Η λευκωματίνη έχει μεγάλη συγγένεια με όξινα μόρια, η α1- όξινη γλυκοπρωτεΐνη με βασικά μόρια και οι λιποπρωτεΐνες με λιπόφιλα καθώς και βασικά μόρια. Η παρουσία εξωγενών και ενδογενών ουσιών επηρεάζει τη σύνδεση των φαρμάκων τόσο στο πλάσμα, όσο και στους ιστούς. Η παρουσία νόσου επηρεάζει την πρωτεϊνική σύνδεση είτε λόγω πτώσης των επιπέδων λευκωματίνης και α1-όξινης γλυκοπρωτεΐνης είτε μέσω άλλων ενδογενών ουσιών και συνθηκών. Το stress οδηγεί σε αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων (free fatty acids, FFA), τα οποία καταλαμβάνουν ανταγωνιστικά θέσεις σύνδεσης στη λευκωματίνη. Δυνητικές κλινικές συνέπειες αναμένονται όταν ένα φάρμακο μπορεί να εκτοπίζει κάποιο άλλο από τις θέσεις σύνδεσής του με τις πρωτεΐνες, π.χ. μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη ή όξινα αντιμικροβιακά (β-λακτάμες) εκτοπίζουν τη βαρφαρίνη από τις θέσεις σύνδεσής της στο μόριο της λευκωματίνης. Η ελάττωση της συνδετικής ικανότητας ενός φαρμάκου λόγω εκτόπισης από άλλο μόριο δεν οδηγεί πάντα σε αύξηση του φαρμακολογικού αποτελέσματος, διότι υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες όπως η κάθαρση και κυρίως το εκάστοτε θεραπευτικό εύρος του φαρμάκου.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):224—231
Κέντρο Προέλευσης: (1) Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Αρεταίειο», (2) Εργαστή­ριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Φάρμακα, σύνδεση, πρωτεΐνες πλάσματος, φαρμακοδυναμική, φαρμακοκινητική
Αλληλογραφία: Χρ. Τεσσερομμάτη, Εργαστήριο Φαρμακο­λογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μ. Ασίας 75, 115 27 Αθήνα • e-mail: ctesser@med.uoa.gr

Μ. Σταμούλη (1), Ι. Παναγιώτου (1), Γρ. Τότος (1), Εμ. Βελονάκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
ΣΚΟΠΟΣ Η διερεύνηση της ορολογικής κατάστασης των στρατεύσιμων ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού και η εκτίμηση του επιπολασμού της ηπατίτιδας Β, 10 έτη μετά την ένταξη του σχετικού εμβολίου στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Υλικo-μEθοδος Έγινε προσδιορισμός τριών δεικτών της ηπατίτιδας Β, HBsAg, αντι-HBs και αντι-HBc, σε 1000 δείγματα ορού, προερχόμενα από νεοσύλλεκτους άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού ηλικίας 18 ως 28 ετών. Αποτελeσματα 745 (74,5%) δείγματα έδωσαν θετικό αποτέλεσμα για anti-HBs και 255 (25,5%) αρνητικό αποτέλεσμα. Τα θετικά δείγματα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με τον τίτλο των αντισωμάτων: μια ομάδα περιελάμβανε τα δείγματα με τίτλο αντισωμάτων 10 ως 100 IU/L και η άλλη τα δείγματα με τίτλο αντισωμάτων 100 ως 1000 IU/L. Tο 30,5% των θετικών δειγμάτων είχε αναπτύξει πολύ υψηλούς τίτλους αντισωμάτων (>900 IU/L). Θετικό HBsAg ανιχνεύθηκε μόνο σε ένα δείγμα, ενώ θετικό αντι-HBc σε εννέα δείγματα. Ο επιπολασμός του HBsAg στο δείγμα μας υπολογίστηκε στο 0,1%, ενώ του αντι-HBc στο 0,9%. Τα δείγματά μας χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με την ηλικία των εξεταζομένων και εντοπίστηκαν οι μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Συμπερaσματα Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν σαφή, σημαντική και διαχρονική μείωση του επιπολασμού της ηπατίτιδας Β στη χώρα μας μετά την εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Η εκτεταμένη μετακίνηση μεταναστών, ειδικά από χώρες μεγάλης ενδημικότητας, τα τελευταία δέκα έτη, ενδέχεται να επιφέρει ανάσχεση της μείωσης του επιπολασμού της χρόνιας ηπατίτιδας Β, γεγονός που επιβάλλει την επιδημιολογική επιτήρηση και τη γενίκευση της εμβολιαστικής κάλυψης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):232—236
Κέντρο Προέλευσης: (1) Εργαστήριο Βιοπαθολογίας, Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα, (2) Τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανε­πιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Hπατίτιδα Β, αντι-HBs, εμβολιασμός, HBsAg, αντι-HBc
Αλληλογραφία: Μ. Σταμούλη, Αδραμυττίου 31, 171 21 Νέα Σμύρνη • e-mail: mixalodimitrakis@yahoo.com

Θ.Α. Πέππας (1), Α.Σ. Στεφανίδης (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Είναι συχνή η αναφορά σε χαρακτη­ρισμό λήψης ιστορικού ότι ο ιατρός επέδειξε «ικανότητες όπως ο Σέρλοκ Χολμς». Στην πρα­γματικότητα, ο πλέον διάσημος, ίσως, από τους μυθιστορηματικούς ήρωες, χρωστάει πολύ περισσότερα στην ιατρική από το αντίθετο. Ο δημιουργός του, Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόϋλ, ιατρός στο επάγγελμα, εμπνεύστηκε τις σπάνιες επαγωγικές ικανότητες του θρυλικού ντετέκτιβ, από το πρότυπο των δασκάλων του στην ιατρική, και ιδιαίτερα του καθηγητή Μπελ στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Oι αναφορές στην ιατρική είναι συχνές στις περιπέτειες του Χολμς, αλλά τίποτε δεν είναι πιο συναρπαστικό για τους ιατρούς από το ότι ένας συνάδελφός τους έδωσε το έναυσμα για το αρχέτυπο του μυθικού δαιμόνιου που λέγεται Σέρλοκ Χολμς.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(3–4):237—242
Κέντρο Προέλευσης: (1) Α΄ Παθολογική Κλινική, (2) A΄ Καρδιολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, Πειραιά
Λέξεις Κλειδιά: Ιατρική, ιστορία ιατρικής, 19ος αιώνας, διασημότητες, λογοτεχνία, τροπική ιατρική
Αλληλογραφία: Θ.Α. Πέππας, Ι. Χρυσοστόμου 24, 171 22 Ν. Σμύρνη • e-mail: theopeppas@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχη 3-4 Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010

G. Liakakis (1), C. Potagas (2), A. Linou (3)

DESCRIPTION:
Electromagnetic fields are ubiquitous in the modern society, both in occupational and domestic environment. After the emergence of evidence for the relation of extremely low-frequency magnetic fields (ELF) with childhood leukaemia, concerns have been expressed regarding other possible adverse effects of these exposures. Over the last decades, focus has shifted towards a possible biological mechanism and thereby an understanding of which aspect of the exposure might be biologically relevant. Furthermore, it is believed that the oscillatory electrical activities of alive organisms happen to be within the radiofrequency range, which makes these bioactivities potentially vulnerable to interference. According to other authors, there is an increased risk for neurodegenerative diseases related to exposure to electromagnetic fields, while the existence of a so-called electromagnetic hypersensitivity syndrome could not be excluded. The evaluation of reported data classified ELF magnetic fields as possibly carcinogenic to humans. The evidence for adverse effects of other electromagnetic fields is still inadequate, but the international Commission of non-ionizing Radiation Protection decreased the exposure limit to static electromagnetic fields in 2009. In view of the identified important gaps in knowledge and limitations of upcoming results, further experimental and epidemiological studies would have to be conducted.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):179—191
Origin Center: (1) Department of Hygiene, Epidemiology and Medical Statistics, (2) Department of Neurology, (3) Department of Epidemiology, Medical School, National and Kapo­distrian University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Εlectromagnetic fields, cancer, tumour, neurotoxicity
Corresponding Author: G. Liakakis, 11 Dios street, GR-152 35 Vrilissia, Athens, Greece • e-mail: g_liakakis@yahoo.com

A. Tsiotou

DESCRIPTION:
During the last decade great de­ve­lopments have been made in the scientific area of the management of central nervous system trauma (CNS) in children. The physicians, who take care of those children, should act in accordance with the guidelines and algorithms of therapeutic management of traumatic brain and spinal cord injury, and should know their anatomic and physiologic differences in each and every aspect of their hospitalisation, and especially during the first hours. These factors result in the best possible outcome after a CNS injury. Furthermore, a great effort has been made for the identification of the children, who will benefit from the available imaging techniques that detect CNS trauma. Use of clinical prediction rules will result in the avoidance of the risks of neuroimaging in patients, who are in such a vulnerable age of their development.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):192—202
Origin Center: Department of Anesthesiology, Children’s Hospital, “P. & A. Kyriakou”, Athens, Greece
Keywords: Trauma, children, Central Nervous System, computed tomography, imaging, management
Corresponding Author: A.G. Tsiotou, 19–21 Arkadias street, GR-115 26 Athens, Greece • e-mail: adeltsiotou@yahoo.gr

P.K. Tsibouris, Chr.N. Kalantzis

DESCRIPTION:
Restorative proctocolectomy with ileal pouch-anal anstomosis is the surgical treatment of choice for the treatment of patients with: (a) medically refractory ulcerative colitis, (b) ulcerative colitis with dysplasia or neoplasia and (c) familial adenomatous polyposis. This operation can be followed by inflammatory, mechanical and functional complications. Pouchitis is the most frequent of those complications. It develops in more than 50% of those patients operated for ulcerative colitis and 6% of those operated for familial adenomatous polyposis. Alterations in the bacterial flora firing pathological immune responses in patients with genetic predisposition drive the pouchitis development. Clinical picture is characterized by increase in the frequency and liquidity of bowel movements, colicky abdominal pain, urgency for defecation or tenesmus, while we should not omit extraintestinal manifestations, proportionate to those recorded in ulcerative colitis. Diagnosis is based in pouchoscopy, assisted by pouchography. Development of dysplasia or neoplasia on pouch mucosa, although rather infrequent, demands systematic screening with pouchoscopy and biopsies, within time intervals determined by the co-existance of risk factors for the development of neoplasia. Pouch stenosis is the most frequent mechanical complication. It is related to the presence of Crohn’s diasease or perioperative complications. Diagnosis is based on pouchoscopy, assisted by pouchography.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):203—216
Origin Center: Gastroenterology Clinic, NIMTS Hospital, Athens Greece
Keywords: Restorative proctocolectomy with ileal pouch-anal anastomosis, pouchitis, pouch stenosis, idio­pathic inflammatory bowel disease
Corresponding Author: P.K. Tsibouris, 29 Mpiskini street, GR-157 71 Zografou, Athens, Greece • e-mail: tsibofam@yahoo.com

M. Stamatakos (1), Th. Stasinou (2), K. Kontzoglou (3)

DESCRIPTION:
Sigmoid volvulus is a rare condition. The operative mortality has decreased; this decrease is probably due to the early recognition of the volvulus, to the progress of the endoscopic decompression and to the advances of the surgical techniques. As this condition appears with variable clinical features depending upon the geographic area, the gender and the age of the patient, it is very difficult to define a particular cause or pathophysiological basis for the sigmoid volvulus. Early recognition is essential and therefore the doctor should be aware of the predisposing factors and the early signs and symptoms of this entity.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):217—223
Origin Center: (1) Department of Surgery, “New Athineon” Hospital, Athens, (2) Medical Doctor, (3) 2nd Department of Propaedeutic Surgery, Medical School, University of Athens, “Laikon” General Hospital of Ahens, Athens, Greece
Keywords: Sigmoid volvulus, diagnosis, treatment
Corresponding Author: Μ. Stamatakos, 153 Aigyptou street, GR-165 62 Ano Glyfada, Athens, Greece • e-mail: mixalislak@gmail.com

A. Kotsiou (1), Chr. Tesseromatis (2)

DESCRIPTION:
Drug binding to tissue and plasma proteins is of major significance for their metabolism, excretion, pharmacological action, side effects and toxicity. Plasma drug binding proteins are mainly albumin, α1-acid glycoprotein and lipoproteins. Albumin binds acidic substances, α1-acid glycoprotein binds basic ones and lipoproteins bind liphophilic and basic drugs. Endogenous and exogenous substances affect drug binding to both plasma and tissue proteins. Disease influences protein binding either by decreasing albumin and α1-acid glycoprotein levels or via other endogenous substances and situations. Stress causes free fatty acids (FFA) elevation which bind competitively in albumin binding sites. Clinical implications are possible to occur when one drug can occupy the binding sites of another e.g. NSAIDs or beta-lactames and displace warfarin from its binding sites on albumin, thereby increasing its plasma levels. The decline of the protein binding capacity of a drug, due to displacement from another, does not always lead to an enhancement of its pharmacological effect. Other factors as drug clearance and mainly the drug’s therapeutic range are the final determinants of any clinical consequences’ incidence.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):224—231
Origin Center: (1) “Aretaieion” University Hospital, (2) Department of Pharmacology, Medical School, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Drugs, binding, plasma proteins, pharmacodynamics, pharmacokinetics
Corresponding Author: Chr. Tesseromatis, Department of Pharmacology, Medical School, University of Athens, 75 M. Asias street, GR-115 27 Athens, Greece • e-mail: ctesser@med.uoa.gr

M. Stamouli (1), I. Panagiotou (1), Gr. Totos (1), Em. Velonakis

DESCRIPTION:
AIM The purpose of this study was to evaluate the current prevalence of HBV among navy recruits in Greece, ten years after the implementation of the compulsory vaccination program. Material-Methods Serological markers (HBsAg, anti-HBs and anti-HBc), were detected in a sample of 1000 male navy recruits from all-over Greece, aged between 18 and 28, using Microparticle Enzyme ImmunoAssays. Results 745 (74.5%) recruits had antibodies against HBsAg, while 255 recruits (25.5%) had undetectable anti-HBs levels. Anti-HBs titers ranged from 10 to 1000 IU/mL. The 30.5% of the positive subjects showed high antibody titers (>900 IU/mL). Only one recruit was HBsAg positive, while anti-HBc were found in 9 recruits (0.1% and 0.9% of the total population under study, respectively). The study participants were divided in two age groups. There was evidence of significant difference between the two groups regarding the negative and the low anti-HBs titer subjects. Conclusions We documented further reduction of the prevalence of HBsAg, 10 years after the implementation of mandatory vaccination, compared with previous epidemiological data regarding HBV infection in army recruits in Greece. Latest demographic changes, resulting from the extensive arrival of immigrants from countries of high endemicity, may lead to alterations in the HBV epidemic in the country. Higher immunization rates and epidemiological supervision should be a top public health priority.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):232—236
Origin Center: (1) Department of Microbiology and Immunology, Naval and Veterans Hospital, Athens, (2) Nursing School, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Hepatitis B, anti-HBs, vaccination, HBsAg, anti-HBc
Corresponding Author: M. Stamouli, 31 Adramyttiou street, GR-171 21 Nea Smyrni, Greece • e-mail: mixalodimitrakis@yahoo.com

Th.A. Peppas (1), A.S. Stefanidis (2)

DESCRIPTION:
It is a common compliment to history taking that the physician displayed “Sherlock Holmes-like abilities”. As a matter of fact, the most famous, probably, of all fiction heroes, owes more to medicine than vice-versa. His creator, Sir Arthur Conan Doyle, a physician by profession, was inspired for the extraordinary deductive skills of the legendary detective by the model of his medical teachers, particularly Professor Bell of Edinburgh University. References to medicine are common in Holmes’ adventures, but nothing is more exciting to physicians than a colleague of theirs triggered the archetypal genius and the myth that is Sherlock Holmes.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(3–4):237—242
Origin Center: (1) 1st Department of Medicine, (2) 1st Department of Cardiology, General Hospital of Nikaia, Piraeus, Greece
Keywords: Medicine, history of medicine, 19th century, famous persons, literature, tropical medicine
Corresponding Author: Th.A. Peppas, 24 I. Chrysostomou street, GR-171 22 Nea Smyrni, Athens, Greece • e-mail: theopeppas@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 5 Νοέμβριος 2010

Χρ.Σ. Μπασαγιάννης (1), Γ. Παναγούλιας (2), Γ.Κ. Νίκου (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Οι καρκινοειδείς όγκοι του στομάχου αντιπροσωπεύουν μια κατηγορία νεοπλασιών, οι οποίες διαφέρουν από τα αδενοκαρκινώματα τόσο στην αιτιολογία τους όσο και στη βιολογική συμπεριφορά και στην πρόγνωση. Τα τελευταία 15 χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση στην επίπτωση των γαστρικών καρκινοειδών τα οποία διακρίνονται σε τρεις κύριους τύπους (1, 2 και 3). Η υπερέκκριση της γαστρίνης είναι ένας από τους βασικούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς που συμβάλλουν στην εμφάνιση και ανάπτυξη των νευροενδοκρινικών αυτών όγκων. Η συμπτωματολογία τους είναι σχετικά άτυπη και οι βλάβες εμφανίζονται τις περισσότερες φορές τυχαία στη γαστροσκόπηση. Η διάγνωση τεκμηριώνεται με την ανάλυση των ιστοπαθολογικών ευρημάτων και τη μέτρηση των επιπέδων της γαστρίνης και της χρωμογρανίνης ορού των ασθενών. Οι βασικές στρατηγικές αντιμετώπισής τους εξαρτώνται από τον τύπο των όγκων και τον αριθμό των βλαβών.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα:

Ιατρική 2010, 98(5):259—268

Κέντρο Προέλευσης: (1) Ιατρείο Νευροενδοκρινολογίας Πεπτικού, Α΄ Προ­παιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΠΓΝΑ «Λαϊκό», (2) 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Καρκινοειδή, όγκοι στομάχου, νευροενδοκρινικοί όγκοι, γαστρίνη

Μ. Σταματάκος (1), Α. Ελευθεριάδη (2), Κ. Κόντζογλου (3)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί το δεύτερο σε συχνότητα καρκίνο στις γυναίκες. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στη θεραπεία της συγκεκριμένης νόσου έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των επιζωσών, με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας να μετατοπίζεται πλέον και προς τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών μετά την επιτυχή θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου τους. Η εικόνα που έχουν για το σώμα τους οι γυναίκες μετά το χειρουργείο, η σεξουαλικότητα, το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο καλούνται να επανενταχθούν, η ψυχολογική τους κατάσταση αλλά και τα συμπτώματα της νόσου τους, αποτελούν παραμέτρους που χρήζουν προσοχής στην προσπάθεια κατανόησης των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η βιβλιογραφική ανασκόπηση νεότερων δεδομένων σχετικά με τους παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αξιολόγηση της ποιότητας ζωής των γυναικών μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού και να συμβάλουν στη βελτίωσή της.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(5):269—278
Κέντρο Προέλευσης: (1) Νοσοκομείο «Νέον Αθήναιον», Αθήνα, (2) Ιατρός, (3) Β΄ Προπαιδευτική Χειρουργική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΓΝΑ «Λαϊκό», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Καρκίνος μαστού, ποιότητα ζωής, εικόνα σώματος, σεξουαλικότητα, ψυχολογική κατάσταση
Αλληλογραφία: Μ. Σταματάκος, 150 Ελ. Βενιζέλου, 163 41 Ηλιούπολη, Αθήνα • e-mail: mixalislak@gmail.com

Α. Φωτοπούλου (1), Δ. Δημητρουλόπουλος (2), Ι. Καραϊτιανός (3)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (ΚΠΕ) παραμένει σημαντική νεοπλασματική νόσος, τόσο όσον αφορά στη συχνότητα όσο και τη θνητότητα. Το 2008 περισσότερες από 148.000 νέες περιπτώσεις διαγνώστηκαν στις ΗΠΑ και περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι κατέληξαν εξαιτίας της νόσου. Θεωρείται γενικώς αποδεκτό ότι το αδένωμα αποτελεί πρόδρομη βλάβη για τον ΚΠΕ. Υφίσταται δε η τυπική ακολουθία από το υπερπλαστικό επιθήλιο στις εστιακά δυσπλαστικές κρύπτες, στο μακροσκοπικά εμφανές σωληνώδες αδένωμα, στο αδένωμα με υψηλόβαθμη επιθηλιακή δυσπλασία και/ή στο λαχνωτό αδένωμα, και τελικά στο διηθητικό καρκίνωμα. Η ακολουθία αυτή προσφέρει ένα εξαιρετικό μοντέλο για την κατανόηση της βιολογίας της καρκινογένεσης των συμπαγών όγκων.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(5):279—292
Κέντρο Προέλευσης: (1) Κέντρο Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας, Νοσοκομείο «Υγεία», (2) Γαστρεντερολογική Κλινική, 3Γ΄ Χει­ρουργική Κλινική ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Peutz-Jeghers, σύνδρομο οικογενούς πολυποδιάσεως, σύνδρομο Lynch ή σύνδρομο οικογενούς μη πολυποδιασικού ΚΠΕ, σύνδρομο υπερπλαστικής πολυποδιάσεως, σύνδρομο Cronkhite-Canada, πολύποδες παχέος εντέρου, ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου (ΙΦΝΕ), ελκώδης κολίτιδα, νόσος Crohn
Αλληλογραφία: Δ. Δημητρουλόπουλος, Παρνασσού 35, 152 34, Χαλάνδρι, Αθήνα • e-mail: dimdim@otenet.gr

Π. Μαυρογιάννη (1), Δ. Δημητρουλόπουλος (2), Μ. Τελάκης (1)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Τα ινοπολυκυστικά νοσήματα του ήπατος περιλαμβάνουν τη συγγενή ηπατική ίνωση, την αυτοσωματική επικρατούσα πολυκυστική νόσο ήπατος (νόσος ενηλίκων), το αμάρτωμα χοληφόρων (σύμπλεγμα Von Meyenburg), τη νόσο Caroli και τις κύστεις του χοληδόχου πόρου. Αποτελούν σπάνια, καλοήθη νοσήματα ήπατος και χοληφόρων σε συνδυασμό με άλλοτε άλλη νεφρική συμμετοχή και μεταξύ τους αλληλο­επικάλυψη. Ενδιαφέρον αποτελεί η κοινή παθοφυσιολογία τους που αφορά σε ανώμαλη εξέλιξη κατά την εμβρυογένεση των χοληφόρων πόρων. Ωστόσο, το κλινικό ενδιαφέρον των νοσημάτων αυτών έγκειται στην ποικιλομορφία των κλινικών τους εκδηλώσεων, που σε συνδυασμό με τη σπανιότητά τους συχνά καθιστά δυσχερή τη διαφοροδιαγνωστική προσέγγιση. Η επιλογή κατάλληλων απεικονιστικών μεθόδων συχνά παρέχει παθογνωμονικά σημεία επαρκή για τη διάγνωση. Σε ειδικές περιπτώσεις απαιτείται κατευθυνόμενη βιοψία ήπατος.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(5):293—299
Κέντρο Προέλευσης: (1) Γαστρεντερολόγος, (2) Γαστρεντερολογική Κλινική ΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Ινοπολυκυστικά νοσήματα ήπατος, συγγενής ηπατική ίνωση, αυτοσωμική επικρατούσα πολυκυστική νόσος ήπατος, αμάρτωμα χοληφόρων, σύμπλεγμα Von Meyenburg, νόσος Caroli, χοληδοχοκήλες
Αλληλογραφία: Π. Μαυρογιάννη, Βρεσθένης 92, 117 45 Αθήνα • e-mail: titi_mav@yahoo.gr

Α. Σωτήρη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Από επιδημιολογικές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία κατεργασίας βάμβακος παρουσιάζουν μειωμένη θνησιμότητα από καρκίνο του πνεύμονος. Το φαινόμενο αποδόθηκε κύρια στην εισπνοή ενδοτοξινών gram (–) βακτηριδίων, τα οποία εποικίζουν το βάμβακα. Οι μελέτες που έχουν γίνει δείχνουν ότι η σκόνη του βάμβακος είναι πολυπαραγοντική όσον αφορά στο περιεχόμενό της σε βιολογικά δραστικές ουσίες. Οι αντιδράσεις τις οποίες προκαλεί η εισπνοή σκόνης βάμβακος περιλαμβάνουν πλήρως ανεπτυγμένο ανοσολογικό καταρράκτη, αντίδραση οξείας φάσεως, κυψελιδίτιδα διαφόρου εντάσεως, ενεργοποίηση της κλασικής και εναλλακτικής οδού του συμπληρώματος, πιθανόν αιμόλυση, καθώς και αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου ΙΙ, παρόμοια με αυτήν που προκαλείται από φάρμακα. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να διευκρινιστούν οι λεπτομέρειες των μηχανισμών δράσης της σκόνης βάμβακος.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(5):300—311
Κέντρο Προέλευσης: Πνευμονολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Ιωαν­νίνων «Γ. Χατζηκώστα», Ιωάννινα
Λέξεις Κλειδιά: Σκόνη βάμβακος, αντινεοπλασματικές ιδιότητες, ενδοτοξίνες, gram (–) βακτήρια, αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου ΙΙ
Αλληλογραφία: Α. Σωτήρη, Κιθαιρώνος 36–38, 112 55 Αθήνα • e-mail: agelsot@yahoo.gr

Χρ. Κολοφούση, Κ. Στεφανίδης, Ι. Καλογερόπουλος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
ΣΚΟΠΟΣ Η καταγραφή των απεικονιστικών ευρημάτων με απλή ακτινογραφία και Αξονική Τομογραφία (ΑΤ) θώρακος σε ασθενείς με πνευμονική σαρκοείδωση. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Πραγματοποιήθηκε αναδρομική μελέτη 26 ασθενών με διεγνωσμένη πνευμονική σαρκοείδωση. Μελετήθηκαν οι ακτινογραφίες και οι ΑΤ θώρακος που υπήρχαν στο φάκελο των ασθενών. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Από τους 26 ασθενείς με πνευμονική σαρκοείδωση, πυλαία λεμφαδενοπάθεια αναδείχθηκε σε 22 ασθενείς (84%), η οποία αποτελεί και το συχνότερο απεικονιστικό εύρημα. Αλλοιώσεις και προσβολή του πνευμονικού παρεγχύματος παρατηρήθηκαν σε 15 ασθενείς (58%). Αυτές περιελάμβαναν: περιοχές θολής υάλου, παρουσία πολλαπλών μικρών οζιδίων, ανώμαλη πάχυνση του διάμεσου συνδετικού ιστού και των μεσολοβιδίων διαφραγμάτων και παρουσία μεγαλύτερων όζων. Επίσης, σε πέντε ασθενείς παρατηρήθηκαν βρογχιεκτασίες, ενώ σε δύο ασθενείς παρατηρήθηκε διαταραχή της αρχιτεκτονικής του πνευμονικού παρεγχύματος λόγω πνευμονικής ίνωσης και εικόνα μελικηρήθρας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η σαρκοείδωση εκδηλώνεται με μια ποικιλία ευρημάτων στην απλή ακτινογραφία και στην ΑΤ θώρακος. Η εξοικείωση με τα συχνότερα απεικονιστικά ευρήματα καθώς και η γνώση του μεγάλου εύρους των ακτινολογικών ευρημάτων είναι σημαντική για τον σύγχρονο ακτινολόγο τόσο για την αναγνώριση της νόσου όσο και για τη θεραπευτική αντιμετώπισή της.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(5):312—322
Κέντρο Προέλευσης: Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα, ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Σαρκοείδωση, απλή ακτινογραφία θώρακος, αξονική τομογραφία θώρακος
Αλληλογραφία: Χρ. Κολοφούση, Επιδαύρου 16, 104 44 Κο­λωνός, Αθήνα • e-mail: chrisafoula@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 5 Νοέμβριος 2010

Ch.S. Basagiannis (1), G. Panagoulias (2), G.C. Nikou (1)

DESCRIPTION:
Gastric carcinoids (GC’s) tumors represent a great variety of neoplasias that differ from adenocarcinomas in their etiology, biological course and prognosis. The incidence of GC’s has risen over the past 15 years. They are divided in three main types; 1, 2 and 3. Gastrin secretion is one of the most important pathophysiological mechanisms that lead to their growth. Clinical presentation is atypical and in most cases, endoscopical lesions are found only in gastroscopy. Histopathology and laboratory evaluation using serum gastrin and chromogranin-A levels are needed to confirm the diagnosis. Basic therapeutic approach depends on their typing and number of lesions.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):259—268
Origin Center:
(1) Section of Neuroendocrinology, 1st Department of Propaedeutic Medicine, Medical School, University of Athens, “Laikon” General Hospital of Athens, (2) 401 Gene­ral Army Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Carcinoids, gastric tumors, neuroendocrine tumors, gastrin

M. Stamatakos (1), A. Eleftheriadi (2), K. Kontzoglou (3)

DESCRIPTION:
Breast cancer is the second most common type of cancer among women. The progress that has been made in the therapy-field of this disease has significantly increased the number of patients surviving breast cancer. As a result the medical community focuses nowadays its interest even more on the quality of life of the breast cancer survivors. The body image and how that alters after the lumpectomy, the sexuality, the social support and the recruiting of the patients, their psychological state as well as the symptoms of their disease are some of the most important parameters that should be taken into consideration when attempting to understand the difficulties these patients come up against. The aim of this report is to review most recent data as far as the evaluation of the quality of life among breast cancer survivors is concerned and to underline the need for studies to evaluate the effectiveness of the different procedures on the recognition of patient distress.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):269—278
Origin Center: (1) “New Athineon” MD Hospital, Athens, (2) Medical Doctor, (3) 2nd Department of Propaedeutic Surgery, Medical School, University of Athens, “Laikon” General Hospital of Ahens, Athens, Greece
Keywords: Breast cancer, quality of life, body image, sexuality, psychological state
Corresponding Author: Μ. Stamatakos, 150 El. Benizelou street, GR-163 41 Ilioupoli, Athens, Greece • e-mail: mixalislak@gmail.com

A. Fotopoulou (1), D. Dimitroulopoulos (2), I. Karaitianos (3)

DESCRIPTION:
Colorectal cancer (CRC) remains a lea­ding malignancy, both in incidence and mortality. In 2008, more than 148,000 new cases were diagnosed in the USA, with more than 50,000 afflicted patients dying of the disease. It is universally accepted that adenoma constitutes the precursor lesion to colorectal cancer. There is a typical transition from hyperproliferative epithelium, to focally dysplastic crypts, to macroscopically evident tubular adenoma, to progressively dysplastic and/or villous adenoma, to invasive cancer. This sequence of events offers an excellent model for the understanding of the cancerogenetic biology of solid tumors.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):279—292
Origin Center: (1) Radiation Oncology Department, “Ygeia” Hospital, (2) Gastroenterology Department, 33rd Surgical Department, “Agios Savvas” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Peutz-Jeghers, familial adenomatous polyposis syndrome-FAP, Lynch syndrome or hereditary non polyposis colorectal cancer-HNPCC, hyperplastic polyposis syndrome-HPS, Cronkhite-Canada syndro­me, colorectal polyps, inflammatory bowel diseases, ulcerative col
Corresponding Author: D. Dimitroulopoulos, 35 Parnassou street, GR-152 34 Chalandri, Athens, Greece • e-mail: dimdim@otenet.gr

P. Mavrogianni (1), D. Dimitroulopoulos (2), M. Telakis (1)

DESCRIPTION:
Fibropolycystic liver disease includes congenital hepatic fibrosis, autosomal dominant polycystic liver disease, biliary hamartomas (Von Meyenburg complex), Caroli’s disease and choledochal cysts. They constitute rare, benign hepatobiliary diseases that often present in a variety of combinations with each other and variable renal involvement. All of these diseases are the result of ductal plate malformation during embryogenesis. However, special interest lies in the diversity of their clinical appearance which in combination with their rarity often perplexes the differential diagnostic approach. Usually, the choice of the appropriate imaging methods provides specific findings sufficient for the diagnosis. In special cases image-guided liver biopsy is required.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):293—299
Origin Center: (1) Gastroenterologist, (2) Gastroenterology Department, “Agios Savvas” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Fibropolycystic liver disease, congenital hepatic fibrosis, autosomal dominant polycystic liver disease, biliary microhamartomas, Von Meyenburg complex, Caroli’s disease, choledochal cysts
Corresponding Author: P. Mavrogianni, 92 Vresthenis street, GR-117 45 Athens, Greece • e-mail: titi_mav@yahoo.gr

A. Sotiri

DESCRIPTION:
Epidemiologic studies have shown decreased lung cancer mortality among cotton workers. Τhe phenomenon attributed to the inhalation of endotoxins of gram (–) bacteria which contaminate the cotton. Studies indicate that cotton dust contains a plethora of biologically potent substances. The responses after cotton dust inhalation include an immunological cascade, acute phase reaction, alveolitis of various degrees of density, activation of the classical and alternative complement pathways, possibly a degree of hemolysis and type II hypersensitivity similar to drug hypersensitivity. Further studies are required in different working places in order to unvail the details of the underlying mechanism of the action of cotton dust.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):300—311
Origin Center: Department of Pulmonary Medicine, “G. Chadzikosta” General Hospital of Ioannina, Ioannina, Greece
Keywords: Cotton dust, anti-cancer properties, endotoxin, gram (–) bacteria, type II hypersensitivity response
Corresponding Author: A. Sotiri, 36–38 Kitheronos street, GR-112 55 Athens, Greece • e-mail: agelsot@yahoo.gr

Chr. Kolofousi, K. Stefanidis, I. Kalogeropoulos

DESCRIPTION:
ΑΙΜ To illustrate the radiological findings on chest plain film and computed tomography (CT) in patients with pulmonary sarcoidosis. ΜATERIAL-METHODS We retrospectively evaluated 26 patients with biopsy-proven pulmonary sarcoidosis. All patients underwent chest plain film and CT. The radiological findings of both methods were collected and analyzed. RESULTS Hilar lymphadenopathy, which is the most typical radiological finding, was detected in 22 of them (84%). Pulmonary lesions were observed in 15 patients (58%) and these included: areas of ground glass opacity, multiple small nodules, nodular or irregular thickening of the peribronchovascular interstitium as well as large opacities. In addition, bronchiectasis was detected in five patients. Finally, in two patients, distortion of the normal pulmonary architecture was found as a result of pulmonary fibrosis and honeycombing. CONCLUSIONS Pulmonary sarcoidosis shows a variety of imaging features in both chest plain film and CT. Knowledge of the most typical radiological findings and the wide spectrum of imaging features is crucial for diagnosing the disease and assessing clinical course and therapy.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(5):312—322
Origin Center: Department of Radiology, “Evangelismos” General Hospital of Athens, Athens, Greece
Keywords: Sarcoidosis, chest X-ray, computed tomography
Corresponding Author: Chr. Kolofousi, 16 Epidavrou street, GR-104 44 Kolonos, Athens, Greece • e-mail: chrisafoula@yahoo.gr

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 6 Δεκέμβριος 2010

Π.Ν. Συγκελλάκης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Αν και η ανεπάρκεια βιταμίνης D ευθύνεται σημαντικά στη δημιουργία οστεοπενίας-οστεοπόρωσης, πρόσφατα αναγνωρίστηκε ότι η έλλειψη ή η ανεπαρκής δράση της (μεταλλάξεις του γονιδίου του υποδοχέα της) σχετίζεται με εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων (σακχαρώδης δια­βήτης, ρευματοειδής αρθρίτιδα, λεύκη κ.λπ.) αλλά και ορισμένων καρκίνων (κυρίως παχέος εντέρου-ορθού, μαστού, προστάτη, ωοθηκών). Η αντικαρκινική δράση της βιταμίνης D οφείλεται στη δυνατότητα πολλών ιστών, ακόμα και καρκινικών, που διαθέτουν το ένζυμο 1α-υδροξυλάση, να παράγουν ενδοκυτταρίως –εφόσον υπάρχει αρκετό υπόστρωμα [25(ΟΗ)βιταμίνη D]– τον δραστικό μεταβολίτη [1-25(ΟΗ)2 βιταμίνη D], με ποικίλους μηχανισμούς αντικαρκινικής δράσης. Πολλές μελέτες και μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι επάρκεια υποστρώματος [25(ΟΗ)βιταμίνη D στο αίμα >30 ng/mL], μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης, την ταχύτητα προόδου και ακόμα και τη συχνότητα θανάτου ορισμένων καρκίνων, καθώς και το αντίθετο. Διαπιστώθηκε ακόμα και αρνητική γραμμική συσχέτιση μεταξύ επιπέδων 25(ΟΗ)βιταμίνης D και κινδύνου εμφάνισης ή θανάτων από τέτοιους καρκίνους. Σήμερα, που παγκοσμίως η ένδεια βιταμίνης D είναι πολύ συχνή, η επίτευξη επάρκειας του οργανισμού σε βιταμίνη D είναι απολύτως απαραίτητη (επαρκής έκθεση του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία και χορήγηση συμπληρωμάτων) με ελάχιστο κόστος και απουσία ανεπιθύμητων ενεργειών αλλά με τεράστια οφέλη (προστασία από οστική νόσο, αυτοάνοσα νοσήματα και –το σημαντικότερο– από αρκετούς καρκίνους).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):335—353
Κέντρο Προέλευσης: Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Aθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Βιταμίνη D, 25(ΟΗ) βιταμίνη D, 1-25(ΟΗ)2 βιταμίνη D, καρκίνος παχέος εντέρου-ορθού, μαστού, προστάτη, ωοθηκών, μη Hodgkin λέμφωμα, αυτοάνοσα νοσήματα, σκλήρυνση κατά πλάκας, σακχαρώδης διαβήτης, καρδιοαγγειακή νόσος.
Αλληλογραφία: Π.Ν. Συγκελλάκης, Γράμμου 2, 172 34 Αθήνα • e-mail: p.singhellakis@gmail.com

Ελ. Καραμπλή, Κ. Αθανασάκης, Γ. Κυριόπουλος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση του επιπολασμού των χρονίων νοσημάτων, οι αυξημένες προσδοκίες των πολιτών για πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας φροντίδα και οι συνεχείς εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας υγείας οδηγούν σε αύξηση των δαπανών υγείας διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό, η ορθολογική, οικονομικά αποδοτική και δίκαιη κατανομή των διαθέσιμων πόρων έχει αναδειχθεί ως προτεραιότητα και η οικονομική αξιολόγηση έχει πλέον γίνει αποδεκτή ως ένα εκ των εργαλείων λήψης αποφάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Τα φάρμακα αποτελούν την τεχνολογία υγείας στην οποία έχει μέχρι στιγμής επικεντρωθεί η οικονομική αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα της φαρμακοοικονομικής αξιολόγησης λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία τιμολόγησης και αποζημίωσης ενός φαρμάκου, καθώς και έκδοσης κατευθυντήριων οδηγιών για τη συνταγογράφηση. Στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, τα εργαλεία της οικονομικής αξιολόγησης και της αξιολόγησης της τεχνολογίας υγείας γενικότερα έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αντιθέτως στην Ελλάδα, η εισαγωγή της οικονομικής αξιολόγησης παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση. Στο εγγύς μέλλον, η πίεση στους προϋπολογισμούς υγείας θα εντείνει την ανάγκη διερεύνησης οικονομικά αποδοτικών τρόπων χρήσης των υγειονομικών πόρων, τοποθετώντας την οικονομική αξιολόγηση ως απαραίτητη παράμετρο της πολιτικής υγείας. Οι υψηλότερες απαιτήσεις προς τους οικονομολόγους της υγείας αναμένεται να δώσουν ώθηση στην περαιτέρω διερεύνηση και βελτίωση μεθοδολογικών ζητημάτων της οικονομικής αξιολόγησης.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):354—362
Κέντρο Προέλευσης: Τομέας Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δη­μό­σιας Υγείας, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Φαρμακοοικονομία, αξιολόγηση, φαρμακευτική πολιτική, τιμολόγηση, αποζημίωση.
Αλληλογραφία: Ελ. Καραμπλή, Λεωφ. Αλεξάνδρας 196, 115 21 Αθήνα • e-mail: ekarabli@esdy.edu.gr

Α.Ν. Χριστοπούλου

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Η επίπτωση του κακοήθους μελανώματος αυξάνει. Αναφέρονται πάνω από 50.000 περιπτώσεις ετησίως στις ΗΠΑ. Η πενταετής επιβίωση του σταδίου ΙΙΙ είναι 50% ενώ η επιβίωση ασθενών σταδίου IV δεν ξεπερνά τους 12 μήνες. H χημειοθεραπεία με βάση τη dacarbazine έχει δώσει, σε κάποιες μελέτες, ανταποκρίσεις από 12 έως 25%, ενώ η συνδυασμένη χημειοθεραπεία δε βελτιώνει τη συνολική επιβίωση. Η σχετική αντίσταση των μελανοκυττάρων στη χημειοθεραπεία οδήγησε σε εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως η ανοσοθεραπεία, η οποία έχει μελετηθεί αρκετά με περιορισμένη όμως επιτυχία. Μέχρι σήμερα, η IL-2 και η INF άλφα 2b είναι οι μόνες εγκεκριμένες κυτταροκίνες που έχουν εφαρμογή στο μελάνωμα. Ενισχυμένη έκφραση συνδιεγερτικών μορίων στην επιφάνεια των δενδριτικών κυττάρων, ενισχυμένη ή παρατεταμένη ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων μέσω αναστολής σηματοδοτικών υποδοχέων, όπως CTLA-4, είναι νέες θεραπευτικές στρατηγικές που πιθανόν θα οδηγήσουν σε πιο αποτελεσματική ανοσοθεραπεία. Η ανάπτυξη δύο μονοκλωνικών αντισωμάτων κατά του CTLA-4 (ipilimumab και tremelimumab) και η εφαρμογή τους στην κλινική πράξη έδωσε ικανοποιητικές ανταποκρίσεις με μεγάλη διάρκεια για κάποιους ασθενείς (>4 χρόνια) και βελτίωσε την ολική μέση επιβίωση (≈10,8 μήνες). Το Sorafenib, ένας αναστολέας κινάσης ενάντι της B-RAF πρωτεϊνικής κινάσης, έχει μελετηθεί εκτενώς με περιορισμένη όμως δράση ως μονοθεραπεία στο μεταστατικό μελάνωμα. Το PLX4032, εκλεκτικός από του στόματος αναστολέας της V600E μετάλλαξης BRAF κινάσης έδειξε ικανοποιητική ανταπόκριση σε μελέτη φάσης Ι.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):363—369
Κέντρο Προέλευσης: Μονάδα Χημειοθεραπείας, ΓΝ Πατρών «Άγ. Ανδρέας», Πάτρα
Λέξεις Κλειδιά: Μελάνωμα, ανοσοθεραπεία, σηματοδοτικές οδοί, αντιαγγειογενετικοί παράγοντες
Αλληλογραφία: A.N. Χριστοπούλου, Παπαδιαμάντη 2 & Λευκωσίας, 265 04 Άγιος Βασίλειος, Ρίον, Πάτρα • e-mail: athinachris@in.gr

Π.Χ. Παπαγιώργης (1), Α.Ε. Ζίζη (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Το στάδιο αποτελεί τον σημαντικότερο προγνωστικό παράγοντα για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Από τις διάφορες ταξινομήσεις, γνωστότερες είναι η Dukes, η Astler-Coller και η νεότερη ΤΝΜ, η επικρατέστερη σήμερα, επειδή εξετάζει αναλυτικά και τις τρεις βασικές συνιστώσες του σταδίου (διήθηση τοιχώματος, λεμφαδενική διασπορά και μεταστάσεις), που αντιπροσωπεύουν τις αντίστοιχες οδούς επέκτασης της νόσου (κατά συνέχεια ιστού, λεμφογενή και αιματογενή). Κάθε μια από τις συνιστώσες αυτές φαίνεται να έχει ανεξάρτητη προγνωστική σημασία. Ενώ οι αναφερθείσες ταξινομήσεις χρησιμοποιούνται επίσης εκτός από τους πρωτοεμφανιζόμενους όγκους και σε περιπτώσεις υποτροπών, για την εκτίμηση της υπολειπόμενης νόσου εφαρμόζεται διαφορετικό σύστημα σταδιοποίησης (ταξινόμηση R). Στους παράγοντες που επηρεάζουν τη σταδιοποίηση περιλαμβάνονται η χειρουργική τεχνική, ο διαγνωστικός έλεγχος, η σχολαστική παθολογοανατομική εξέταση, καθώς επίσης και χαρακτηριστικά του όγκου (εντόπιση, Grade και γενετικοί μηχανισμοί). Πέρα από την πρόγνωση, το στάδιο αποτελεί μέχρι σήμερα και το βασικό κριτήριο στον σχεδιασμό και εφαρμογή της κατά περίπτωση ενδεδειγμένης θεραπείας, καθορίζοντας την έκταση και το είδος της χειρουργικής επέμβασης αλλά και την απόφαση μετεγχειρητικής χημειοθεραπείας. Συμπερασματικά, η ακριβής σταδιο­ποίηση αποτελεί σημαντική παράμετρο στην αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου. Κατάλληλες χειρουργικές, διαγνωστικές και παθολογοανατομικές τακτικές και η υιοθέτηση της ΤΝΜ ταξινόμησης συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):370—378
Κέντρο Προέλευσης: (1) Χειρουργικό Τμήμα, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, Αθήνα, (2) Παθο­λογοανατομικό Εργαστήριο, ΓΝ Πειραιώς «Τζάνειο», Πειραιάς
Λέξεις Κλειδιά: Καρκίνος παχέος εντέρου, στάδιο νόσου, σταδιοποίηση ΤΝΜ, σταδιοποίηση Dukes, πρόγνωση
Αλληλογραφία: Π.X. Παπαγιώργης, Νεοσοίκων 35, 185 36 Πειραιάς • e-mail: ppapagiorg@teiath.gr

Α.Φ. Μεντής (1), Ευ. Καραρίζου (2)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Στην παρούσα εργασία ανασκοπείται η σύγχρονη βιβλιογραφία με θέμα την «επιθηλιο-μεσεγχυματική μετατροπή (ΕΜΜ) στον καρκίνο». Δίνεται ο ορισμός της ΕΜΜ ενώ κατόπιν αναλύεται ο ρόλος της κυτταρικής σηματοδότησης για την ΕΜΜ, καθώς και η εμπλοκή της ΕΜΜ με τον καρκίνο. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση της ΕΜΜ αφενός με τα καρκινικά αρχέγονα κύτταρα, αφετέρου με τα microRNAs. Tέλος, διερευνάται η κλινική σημασία της ανίχνευσης δεικτών ΕΜΜ στο αίμα, καθώς και η δυνατότητα αξιοποίησης της ΕΜΜ στην αντικαρκινική θεραπεία.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):379—385
Κέντρο Προέλευσης: (1) Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, (2) Νευρολογική Κλινική, «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, Πανεπιστήμιο Αθη­νών, Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Καρκίνος, επιθηλιο-μεσεγχυματική μετατροπή, καρκινογένεση
Αλληλογραφία: Eυ. Καραρίζου, Νευρολογική Κλινική, «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, Λεωφ. Βασ. Σοφίας 72–74, 115 28 Αθήνα • e-mail: ekarariz@med.uoa.gr

Θ. Δόσιος

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Ο αριθμός των ιατρών που ασκούν την ειδικότητα της Θωρακο-καρδιοχειρουργικής (ΘΚΧ) στη χώρα μας είναι υπερτριπλάσιος και ο αριθμός των εκπαιδευόμενων στην ειδικότητα σχεδόν πενταπλάσιος του προβλεπόμενου από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Διεθνείς οργανισμοί κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις του καταλόγου της διαφθοράς και θεωρούν τον τομέα παροχής ιατρικών υπηρεσιών έναν από τους πιο διεφθαρμένους της Ελληνικής κοινωνίας. Η ΘΚΧ δεν είναι αμέτοχη της διαφθοράς. Με σκοπό την εξυγίανση του υπάρχοντος ανορθολογικού, αντιπαραγωγικού και διεφθαρμένου συστήματος, που παρέχει υπηρεσίες υψηλού κόστους και χαμηλής ποιότητας, προτείνονται διαρθρωτικές αλλαγές που αναφέρονται στην εκπαίδευση, τον αριθμό των ιατρών που ασκούν την ειδικότητα, την πάταξη της διαφθοράς και την επανεξέταση των ηθικών αξιών μας. Αναλύεται το θέμα της διαφθοράς, για το οποίο οι επιστημονικές και επαγγελματικές Ενώσεις των ιατρών έχουν τηρήσει μέχρι σήμερα αιδήμονα σιωπή. Προτείνονται: εκχώρηση από την Πολιτεία στο Ιατρικό Σώμα όλων των διοικητικών αρμοδιοτήτων για τη μεταπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση σύμφωνα με τις Συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ένωσης Ευρωπαίων Ειδικευμένων Ιατρών, σύνδεση των αμοιβών με την παραγωγικότητα και αξιολόγηση των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Περιοδικότητα: Ιατρική 2010, 98(6):386—394
Κέντρο Προέλευσης: Θωρακο-καρδιοχειρουργική Κλινική, Νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν», Αθήνα
Λέξεις Κλειδιά: Θωρακοκαρδιοχειρουργική, εκπαίδευση, διαφθορά, παραγωγικότητα, αξιολόγηση, ηθικές αξίες, ποιότητα ιατρικών υπηρεσιών
Αλληλογραφία: Θ. Δόσιος, Μακεδονίας 92, 156 69 Παπάγου, Αθήνα • e-mail: dosiosth@yahoo.com

ΤΟΜΟΣ 98 Τεύχος 6 Δεκέμβριος 2010

P.N. Singhellakis

DESCRIPTION:
Vitamin D deficiency is associated not only with disturbances of calcium, and bone metabolism but also –recent data– with an increased risk of autoimmune diseases and –the most important– of certain cancers (colon-rectum, breast, prostate, ovaries, non Hodgkin lymphoma and some other neoplasms). The vitamin D anticancer effect is due to the ability of several cancer tissues (among many normal tissues) to produce 1a-hydroxylase that converts the substrate (25-hydroxyvitamin D) to its active metabolite [1-25(OH) vitamin D] with significant anticancer actions by several mechanisms. Many studies and meta-analyses have shown that vitamin D sufficiency, [25(OH)vitamin D concentrations in blood >30 ng/mL] -he substrate for the intra-cellular production of 1-25-(OH) vitamin D-is associated with reduced incidence and risk of death vitamin D-is associated with reduced incidence and risk of death from some cancers and vice versa. Furthermore, an inverse relationship has been observed between 25(ΟΗ)vitamin D concentrations and risk or development of certain cancers. Therefore, the very common worldwide vitamin D deficiency, is mandatory to be corrected with all the available means (sunlight exposure, vitamin D supplements etc). Restoration of vitamin D sufficiency has minimal cost, absence of side-effects, and enormous beneficial effects (protection from bone and autoimmune diseases, but –mainly – from several cancers).

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):335—353
Origin Center: Medical School, University of Αthens, Athens, Greece
Keywords: Vitamin D, 25(OH)vitamin D, 1-25(OH)2 Vitamin D, cancer colon-rectum, breast, prostate, ovaries, non Hodgkin lymphoma, autoimmune diseases, multiple sclerosis, diabetes mellitus, cardiovascular disease.
Corresponding Author: P.N. Singhellakis, 2 Grammou street, GR-172 34 Athens, Greece • e-mail: p.singhellakis@gmail.com

El. Karampli, K. Athanasakis, J. Kyriopoulos

DESCRIPTION:
Population ageing, increasing prevalence of chronic diseases, consumers’ expectations for access to high quality care as well as the diffusion of health technology have contributed to the increase in health expenditure. In this context, efficient use and equality in the distribution of healthcare resources are a priority. Economic evaluation has already been acknowledged as an important input in the decision-making process. Until recently, economic evaluation has focused on pharmaceuticals. Pharmacoeconomic criteria are used in decisions regarding pricing and reimbursement of pharmaceuticals as well as in the development of prescribing guidelines. Economic evaluation and Health Technology Assessment (HTA) in general have been increasingly used in decision-making in European countries; however, Greece is lagging behind in HTA institutionalization compared to its European counterparts. It is expected that, in the future, increasing pressure on healthcare budgets will intensify the need to identify efficient use of resources thus incorporating economic evaluation in health policy-making. Finally, increasing emphasis on HTA will create greater challenges for health economists regarding further development and improvement of economic evaluation methodology.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):354—362
Origin Center: Department of Health Economics, National School of Public Health, Ahens, Greece
Keywords: Pharmacoeconomics, HTA, pharmaceutical policy, pricing, reimbursement.
Corresponding Author: El. Karampli, 196 Alexandras Ave., GR-115 21 Αthens, Greece • e-mail: ekarabli@esdy.edu.gr

Α.N. Christopoulou

DESCRIPTION:
The incidence of malignant melanoma is increasing with over 50.000 new cases annually in USA. The 5-year survival for stage III melanoma is 50%. However, in patients with stage IV disease, the expected survival is less than 12 months. Although multiple dacarbazine based chemotherapeutic regimens have been attempted with reported response rates as high as 12 – 25% in some studies, chemotherapy regimens have little impact on overall survival. The relative resistance of melanoma cells to chemotherapy has led to a search for alternative treatment options, including immunotherapy, so the clinical application of immunotherapy has been most widely studied in melanoma but with limited success. IL-2 and INF – alfa 2b are the only approved immunotherapeutic agents for melanoma. Enhanced expression of costimulatory molecules on the surface of dendritic cells, enhanced or prolonged T-cell activation by blocking negative signaling receptors such as CTLA4 are new strategies that may provide more effective immunotherapies. The investigation of two monoclonal antibodies (ipilimumab and tremelinumab) against CTLA-4 and their administration in clinical practice induces favorable responses and some patients have achieved durable responses and stable disease ongoing for >4 years including encouraging better survival rates (≈10.8 months). Sorafenib, a tyrosine kinase inhibitor against B-RAF, has been investigated as targeted therapy with limited activity in advanced melanoma as monotherapy. PLX4032, a selective per os inhibitor of V600E mutant BRAF kinase, demonstrated a favourable response rate in a phase I study.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):363—369
Origin Center: Chemotherapy Unit, “St. Andrews” General Hospital of Patras, Patra, Greece
Keywords: Melanoma, immunotherapy, signaling pathways, anti-angiogenic agents
Corresponding Author: A.N. Christopoulou, 2 Papadiamanti & Lefkocias street, GR-265 04 Agios Vasilios, Rio, Patra, Greece • e-mail: athinachris@in.gr

P.Ch. Papagiorgis (1), A.E. Zizi (2)

DESCRIPTION:
Stage is the major prognostic factor for colorectal cancer. Dukes, Astler-Coller and TNM classification are the most known staging systems. Among them, TNM is the worldwide accepted classification. Its prevalence is based on the detailed examination of the three particular components of stage (intramural spread, nodal involvement and distant metastasis), representing the corresponding ways of disease progress (local, lymphatic, hematogenous) and considered as prognostically independent parameters. The above-mentioned classifications are used-besides firstly diagnosed tumors- for staging of recurrences. However, a different system is applied for staging residual tumor after potentially curative resection (R classification). Factors that influence staging include surgical and pathological quality, efficacy of diagnostic investigation and tumor features (location, grade and molecular status). Currently, stage is the dominant criterion for treatment planning, determining the extent and purpose of surgery and the decisions for chemotherapy. In conclusion, accurate staging is an important parameter for both prognosis and therapy of colorectal cancer. Appropriate diagnostic, surgical and pathological strategies, along with total adoption of TNM classification contribute to this.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):370—378
Origin Center: (1) Department of Surgery, Athens Medical Center, Athens, (2) Department of Pathology, “Tzaneio” General Hospital of Piraeus, Piraeus, Greece
Keywords: Colorectal cancer, disease stage, TNM classification, Dukes classification, prognosis
Corresponding Author: P.Ch. Papagiorgis, 35 Neosoikon street, GR-185 36 Piraeus, Greece • e-mail: ppapagiorg@teiath.gr

A.F. Mentis (1), Ev. Kararizou (2)

DESCRIPTION:
In the present article current literature on “epithelial-mesenchymal transition (EMT) and cancer” is reviewed. Definition of EMT is provided, and in parallel, the role of cell signalling in EMT as well as the implication of EMT with cancer is analysed. Particular emphasis is given on the relation of EMT with cancer stem cells as well as with microRNAs. Last but not least, the clinical significance of investigating blood markers of EMT as well as the possibility of therapeutically targeting EMT is thoroughly analysed.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):379—385
Origin Center: (1) Medical School, University of Athens, (2) Department of Neurology, “Eginition” Hospital, University of Athens, Athens, Greece
Keywords: Cancer, epithelial-mesenchymal transition, carcinogenesis
Corresponding Author: Ev. Kararizou, Department of Neurology, “Eginition” Hospital, 72–74 Vas. Sofias Ave., GR-115 28 Athens, Greece • e-mail: ekarariz@med.uoa.gr

Th. Dosios

DESCRIPTION:
The number of cardiothoracic surgeons and of trainees in the specialty is multiple to that recommended by the World Health Organization. International organizations put Greece among the most corrupted countries and consider the medical services as one of the most corrupted sections in the Greek community. The Cardiothoracic Surgery participates in this corruption. In order to sanitize the existing unproductive and corrupted system, which provides high cost and low quality services, constructive changes regarding the education, the number of cardiothoracic surgeons, the fighting against corruption, and re-evaluation of our ethical values are proposed. The medical corruption is analysed. The proposals include: granting to Medical Profession all the executive authorities regarding the postgraduate medical education according to the recommendations of European Union and Union Europeenne des Medecins Specialistes, connection of wages with productivity, and evaluation of the provided medical services.

INFORMATION:

Periodicity: Iatriki 2010, 98(6):386—394
Origin Center: Department of Cardio-thoracic Surgery, “Henry Dunant” Hospital, Athens, Greece
Keywords: Cardiothoracic surgery, education, corruption, productivity, evaluation, ethical values, quality of medical services
Corresponding Author: Th. Dosios, 92 Makedonias street, GR-156 63 Papagou, Athens, Greece • e-mail: dosiosth@yahoo.com

Essential SSL